Θα ξεκινήσω ευχαριστώντας τον Παναγιώτη Βλάχο αλλά και τα παιδιά του Επίκεντρον -ειδικά τον Αριστοτέλη- αλλά και την Κέλυ για την παρουσία τους, όπως και όλους εσάς που βρεθήκατε εδώ απόψε, για την ευκαιρία που μου δίνεται να πω λίγα λόγια για το βιβλίο του Παναγιώτη, το Blues της Ανεργίας.
Η σχέση μου με τον Πάνο χαρακτηρίζεται από αμοιβαία εκτίμηση και ένα παράξενο μικρό γλέντι κάθε φορά που βρισκόμαστε στον ίδιο χώρο, που καύσιμό της είναι μια πηγαία χαρά. Ποτέ δεν αναρωτηθήκαμε πού βασίζεται, απλώς το απολαμβάνουμε κάθε στιγμή που συναντιόμαστε, παρόλο που κάνουμε μήνες να βρεθούμε. Λατρεύω τον τρόπο που έχει να παρατηρεί τα πάντα, να κοιτάζει τα αστέρια μέσα από τον υπόνομο όπως έλεγε και ένας μεγάλος. Νομίζω ότι αυτός ήταν ο λόγος που όταν έμαθα ότι γράφει το καινούργιο του βιβλίο που θα είχε για θέμα τα χρόνια της καταστροφής, ήξερα ότι δεν θα ξεμπέρδευε εύκολα μαζί του, και ούτε κι εμείς άλλωστε. Ευτυχώς, είχα δίκιο.
Όταν μου έδωσε το βιβλίο η Αριάδνη, το έβαλα στην άκρη για να το διαβάσω όταν θα έβρισκα τον κατάλληλο χρόνο, και αυτός ο χρόνος ήρθε σε μια μικρή απόδραση από την πόλη, όταν είχα τη κατάλληλη συγκέντρωση. Όμως δεν ήξερα τι με περίμενε όταν άνοιξα τις σελίδες του, παρότι είχα καταλάβει ότι το θέμα του, τα χρόνια της καταστροφής, δεν ήταν κάτι που θα με άφηνε ανεπηρέαστο, ειδικά όπως εγγράφεται στη ψυχή ενός ανθρώπου σαν τον Παναγιώτη, που ποτέ δεν έκλεισε τα μάτια τους στις άπειρες πλευρές της ζωής.
Ξεκίνησα λοιπόν να το διαβάζω και το άφησα όταν το τελείωσα- και μιλάμε για ένα βιβλίο κοντά 1200 σελίδες. Στη διάρκεια της ανάγνωσης υπήρξαν μερικές στιγμές που στάθηκε δύσκολο να συνεχίσω – η συγκίνηση δεν μου το επέτρεψε. Μοιράστηκα αυτές τις στιγμές με τον Πάνο και λυτρώθηκα από τον κόμπο στο λαιμό μου. Γιατί αυτό το βιβλίο ήταν ένα ταξίδι, και ένα ταξίδι δεν μπορεί να σε απογοητεύσει ποτέ. Εδώ μιλούσαμε για ένα ταξίδι σε μια σκοτεινή περίοδο της ζωής όλων μας, που στη διάρκειά του αναμετρηθήκαμε και αναμετριόμαστε με τα θεριά γύρω μας αλλά και με τους πολυπρόσωπους δαίμονες μέσα μας. Και ήταν τόσο άγρια αυτή η αναμέτρηση, που μερικοί δεν άντεξαν. Και γι’ αυτό, ένα τέτοιο βιβλίο αποκτάει μια ιερή διάσταση για έναν άνθρωπο που έχει βιώσει τη χρονική περίοδο που το απασχολεί στην Ελλάδα.
Είναι λοιπόν μια μαρτυρία ενός ανθρώπου για τον τρόπο που επέδρασαν πάνω του τα χρόνια που μεσολάβησαν από την έναρξη της καταστροφής μέχρι την περυσινή χρονιά που εκδόθηκε. Στον πυρήνα της αφήγησης βρίσκεται ο Πέτρος, ο οποίος βιώνει την διακινδύνευση και τη διάλυση βασικών παραμέτρων της ζωής του. Δουλειά, σχέση, φιλίες. Σε αυτή την αφήγηση εμπλέκεται η Αλεξάνδρα, η σύντροφός του, οι οικογένεια και οι φίλοι του, το παρελθόν του, το πιθανό μέλλον του ή έστω η αγωνία γι’ αυτό και όλοι οι πολιτικοί και κοινωνικοί παίκτες της περιόδου. Μαζί σχηματίζουν ένα πρίσμα, μέσα από το οποίο διαθλώνται τα περιστατικά και τα συναισθήματα που γέννησε και γεννάει η περίοδος της καταστροφής. Συγχωρήστε με για το βάρος που ίσως προκαλεί αυτή τη λέξη που αφορά τις ζωές μας, αλλά δεν μπορώ να δω όλο αυτό σαν μια κρίση, το βλέπω σαν καταστροφή, γιατί θα επιμείνω να τη βλέπω, γιατί όλοι μας είδαμε αυτό που συνέβη και μέσα από το βλέμμα των ανθρώπων που δεν μπόρεσαν να σταθούν όρθιοι μέσα στην θύελλα. Οι απώλειές μας δεν μας επιτρέπουν να γίνουμε αντικειμενικοί παρατηρητές, θεωρητικοί της απώλειας. Και αυτό το βρίσκω πολύ σωστό.
Το αρχικό σοκ. Η ανέφικτη συνειδητοποίηση. Η εξέγερση και η καταστολή. Η ελπίδα, η σκελετώδης αισιοδοξία που δεν πατούσε πουθενά πέρα από την ανάγκη να την αισθανθούμε και τελικά η οδυνηρή διάψευση. Η ανάκληση της κοινοτικής μνήμης, που ξεκίνησε τον Δεκέμβρη του 2008, η άνθηση και τα όριά της σε συνθήκες αστικής δημοκρατίας. Η καταφανής ανεπάρκεια αυτής της «δημοκρατίας» να εκπληρώσει ακόμα και τα βασικά της καθήκοντα απέναντι στους ανθρώπους σε καιρούς μανιακού καπιταλισμού. Η συνεκτικότητα της δυστυχίας και η αναζήτηση μιας συνεκτικής θεωρίας. Τα γεγονότα και οι ουλές που άφησαν. Οι τροχοί της ιστορίας και εμείς.
Όλα αυτά εμφανίζονται μέσα στο Blues της Ανεργίας, σχηματίζοντας έναν καμβά για τον Πάνο, μια κατάθεση μικροϊστορίας που ένας ιστορικός του μέλλοντος θα αξιοποιούσε με πολύ χρήσιμο τρόπο. Συμπλέκονται μεταξύ τους και σχηματίζουν μια Οδύσσεια δίχως Ιθάκη, που τη διηγείσαι χωρίς περηφάνια αλλά με επίγνωση. Γεμάτη αναφορές σε τραγούδια, βιβλία και ταινίες, που έπαιξαν το ρόλο άγκυρας για πολλούς αυτά τα χρόνια. Σημεία όπου η αλήθεια πετάγεται μέσα από τις σελίδες και σε αρπάζει από τον λαιμό, και δεν μπορείς να περάσεις εύκολα στην επόμενη σελίδα γιατί είναι μια αλήθεια που την έζησες και εσύ, όπως και οι δικοί σου. Με την καθαρή κρίση του ανθρώπου που βλέπει να χάνεται η ζωή του, να βουλιάζει μέσα σε μια καθημερινότητα δίχως σκοπό, και γι’ αυτόν όπως λέει ένα τραγούδι κάποιων παιδιών, «μπροστά στην οθόνη, να νυχτώνει από τις δέκα το πρωί». Ή κάπως έτσι.
Οι χαρακτήρες του βιβλίου είναι ζωντανοί, όχι γιατί είναι υπαρκτοί, αλλά γιατί ο Πάνος έχει αντλήσει από μέσα τους και έχει παρουσιάσει τα στοιχεία που τους κάνουν αληθινούς· την αλήθεια, το λάθος την οργή, τον αναστοχασμό και την λύσσα για το επόμενο βήμα. Την ελπίδα και τη αυτοδιάψευση. Την ουτοπία και τη δυστοπία μέσα μας. Οι διάλογοι είναι λειτουργικοί αλλά και ελεύθεροι, και τα εκφραστικά μέσα λιτά αλλά καίρια. Δεν έχουμε εδώ κάποιο εκτεταμένο σχήμα λόγου, τα λογοτεχνικά τεχνάσματα μοιάζουν να μην έχουν θέση, κατά κάποιο τρόπο, η βάση είναι εδώ, απειλεί την ύπαρξη και προκαλεί το εποικοδόμημα. Οι μικρές ιστορίες που διαπλέκονται για να σχηματίσουν την μεγάλη αφήγηση είναι προσεκτικά διαλεγμένες για να τη στηρίζουν. Αυτό είναι το σχήμα, λοιπόν. Το παρελθόν και το παρόν μας, η ζωή όπως προτάθηκε, όπως τη διεκδικήσαμε και την ασπαστήκαμε, και η ανατροπή της. Οι προτάσεις είναι κοφτές, μία ασθμαίνουσα διήγηση που μοιάζει να αφήνει ένα μικρό, απειροελάχιστο χρόνο για σκέψη μετά από κάθε περίοδο, σαν να σε προκαλεί να αφομοιώσεις το σοκ. Γιατί κάθε πρόταση που ακούσαμε μέσα σε αυτά τα χρόνια ήταν ένα μικρό σοκ. Κάθε τι έμοιαζε πιο δύσκολο να το πιστέψουμε από το προηγούμενο, και αυτό συνεχίζεται και σήμερα, όταν ακούμε ότι οι «λύσεις» θα αργήσουν καμιά εκατοστή χρόνια: Αυτή η ρευστότητα και η δυσοίωνη αίσθηση ότι οδηγεί σε μία ρήξη των κοινωνικών δεσμών χωρίς προηγούμενο ήταν που μας τρόμαζε περισσότερο απ’ όλα και οδήγησε τον ένα στον άλλον.
Μερικές φορές σκέφτομαι ότι ο χρόνος πάγωσε τη μέρα που συνειδητοποιήσαμε ότι αυτή η δίνη θα μας ρουφήξει για τα καλά. Ο καθένας στάθηκε μπροστά στην πραγματικότητα, οπλισμένος με τις βεβαιότητες που πίστευε ότι θα τον κρατούσαν αλώβητο. Όμως όλες οι βεβαιότητες δεν είχαν την ίδια ανθεκτικότητα. Ειδικά όσες δεν κατανοούσαν την αντιφατικότητα των πραγμάτων στις εποχές μας. Φαντάσματα μας επισκέφθηκαν από ένα παρελθόν που δεν είχε περάσει ποτέ, οι φασίστες και ο θυμός που στρέφεται ενάντια στον αδύναμο. Και βέβαια είδαμε όλοι ότι αυτό με το οποίο κάποιες δεξαμενές σκέψης –τι παράξενος όρος, αλήθεια- μας πιπίλιζαν τα’ αυτιά για δύο δεκαετίες, ότι η ιστορία είχε τελειώσει, ήταν μία εξαιρετικά ρηχή απόφανση, και μαζί μια δικαιολογία για την ιστορική κατίσχυση ενός απάνθρωπου συστήματος και συγχρόνως κατάκτηση των λίγων σχετικά τυχερών της Δύσης. Όμως δεν υπάρχουν τόποι όπου η ιστορία έχει τελειώσει και άλλοι όπου συνεχίζει να υπάρχει. Η ιστορία είναι πάντα παρούσα, παγκόσμια και τοπική, αιώνια και συγχρονική, και με το φοβερό βάρος της εξασφαλίζει μια θέση στην έρημό της για όλους. Έτσι είδαμε τους εαυτούς μας όπως πριν από λίγο καιρό ένα μεγάλο κομμάτι της ελληνικής κοινωνίας έβλεπε τους κάθε λογής αποσυνάγωγους: Σαν τα -αναγκαία για κάποιους- σκουπίδια της νεωτερικότητας, απομεινάρια μίας λαίλαπας που σαρώνει ανθρώπινες ζωές, αλλά τελικά όχι όλες, μόνο όσες δεν έτυχε να βρίσκονται στην σωστή όχθη. Και για κάποιο λόγο που δεν καταλάβαμε ποτέ, κάποιοι είχαν πιστέψει ότι βρίσκονταν δικαιωματικά στη σωστή όχθη, δίχως ίχνος ιστορικής και κοινωνικής επίγνωσης, και γι αυτούς το σοκ ήταν μεγαλύτερο. Οι υπόλοιποι, έπρεπε να τα βγάλουν πέρα με τα θραύσματα της ανταγωνιστικής συγκρότησής τους, όπως ο ήρωας του βιβλίου.
Κάποιοι πιστεύουν ότι για να μιλήσεις για την κρίση, πρέπει να ξεχάσεις ότι πλήττει ανθρώπινες ζωές. Να αρνηθείς τον ανθρώπινο πόνο και να δεις όλη αυτή την κίνηση σαν μία γραμμική –ντετερμινιστική ακόμα- εκδήλωση κοινωνικής και οικονομικής μηχανικής, όπως κάνει ο φίλος του Πέτρου. Όμως έτσι δεν γίνεσαι ο ίδιος αιτίας της καταστροφής, μέρος του προβλήματος; Στις αρχές σκεφτόμουν ότι αν μπορούσε να προκύψει κάτι μέσα από αυτή την κρίση, είναι μια νέα γλώσσα, μια γλώσσα που δεν θα αγνοεί τον ανθρώπινο πόνο, που θα υπερβαίνει τον ατομικισμό και την στρεβλή αυτοεικόνα του καθενός, που καταφεύγοντας στην μόνη βεβαιότητα- ότι ο άνθρωπος πραγματώνεται μόνο μέσα από την κοινωνία- θα μπορέσει να φτιάξει μια νέα συνείδηση. Όμως καθώς περνούσε ο καιρός, άρχισα να πιστεύω ότι δεν είχα δικαίωμα να επιθυμώ κάτι τέτοιο. Όχι γιατί δεν ήταν κάτι που ίσως θα έκανε την ζωή όλων καλύτερη, αλλά επειδή αυτό ακριβώς, η κοινωνική συμβίωση απαιτεί περισσότερα από την εκπλήρωση μιας προσωπικής κοσμαντίληψης. Στην ουσία, αυτό που προέκυψε ήταν ένα πρόβλημα συμβίωσης, η δυστοκία συγκρότησης μιας ουσιαστικής κοινότητας, κάτι που πλήττει εκ προοιμίου τους αποκάτω, γιατί οι αποπάνω δεν την χρειάζονται – έχουν διώξει τον κοινοτισμό από τη ζωή τους αιώνες πριν. Γι’ αυτό και βρίσκω το βιβλίο του Πάνου βαθιά συγκινητικό. Επειδή διαπραγματεύεται αυτή τη απουσία της συμβιωτικής ικανότητας, όπως εμφανίστηκε μέσα από την αλληλεπίδραση της ελληνικής κοινωνίας τα χρόνια που ζήσαμε πριν την κρίση. Και επειδή, τα συνδέει με χρυσά νήματα τις –οικογενειακές και άλλες- ιστορίες που εμφανίζονται, διεκδικώντας έναν φασματικό χώρο καλοσύνης: Η Αλεξάνδρα και ο θείος, ο καπετάνιος, το σπίτι στο χωριό: Αυτό ήταν για μένα η διαχρονική ουσία όπως εμφανίζεται και στις στιγμές της χαράς στο νησί, μια μέθεξη δίχως αρχή και τέλος, ή μάλλον ένα διονυσιακό πέρας σε ένα βιβλίο που περιγράφει μια άλλου είδους καταστροφή.
Το βασικό ζητούμενο στο βιβλίο –έστω και με έναν ασυνείδητο τρόπο- είναι η ταυτότητα. Η ταυτότητα που σε σηματοδοτεί σαν μονάδα αλλά και συνδέει με ευρύτερες ομάδες. Υπάρχουν στη ζωή μας μέρες που νιώθεις αυτή την ταυτότητα να κατακερματίζεται με το καλημέρα- μέρες που το ταβάνι ήταν στη μύτη σου όταν ξυπνάς και άλλες που πας να τις αδράξεις και γίνονταν σκόνη στην παλάμη σου. Αλλά και εικόνες από τον τόπο του ενστίκτου, του έρωτα και της ελευθερίας, της προσπάθειας να βρεθείς, να συντηρήσεις, να ζήσεις. Εικόνες που σε σχημάτιζαν, και ο Πάνος το δίνει αυτό με εξαιρετικό τρόπο, αυτή την εικονοποιία του εντός, ο εαυτός ως καθρέφτης. Όπου βλέπεις το περίγραμμα του εαυτού σου και πίσω του ένα μαγικό φόντο της ζωής που αποτελείται από καλές και κακές στιγμές, και άλλες που βλέπεις ένα σκοτεινό φόντο να αλώνει το περίγραμμα. Τέτοιες μέρες, αυτοί που μας κράτησαν ήταν οι άνθρωποί μας, και ο καθένας πορεύτηκε με ό,τι είχε στη διάθεσή του. Μέσα σε ένα περιβάλλον όπου οι αντιφάσεις εξομαλύνονταν μέσα από τον θυμό, και αυτός ο θυμός μερικές φορές πρόβαλλε περισσότερο σαν οργή για τα πράγματα που είχαμε ήδη χάσει πριν ξεσπάσει η κρίση, όχι μόνο γι΄αυτά που μας είχαν πάρει… Και έτσι, σιγά σιγά, άλλες φορές αδέξια, άλλες ορμητικά, ψηλαφίσαμε ένα κοινό τόπο, στους δρόμους, τις πλατείες και τις συνελεύσεις, και αυτός ο κοινός τόπος σκιαγραφείται επίσης στο βιβλίο, για μένα αυτό είναι μια παρακαταθήκη και είναι το πιο αισιόδοξο. Γιατί, «Αυτή είναι η πόλη μας. Μας έλαχε. Τη διαλέξαμε». Ακόμα και αν την έχουν καταδικάσει να συνηθίσει μια ισοπεδωτική κανονικότητα, σε ένα τέλος του κόσμου που βιώνεται καθημερινά και αντιφατικά, μερικές φορές μέσα από οθόνες και κενά βλέμματα, άλλες μέσα από κοινά όνειρα και αγγίγματα και άλλες φορές με τη σιωπή.
Είναι το Blues της Ανεργίας λοιπόν ένα μυθιστόρημα μαθητείας; Θα απαντούσα καταφατικά, υπό την έννοια ότι όλη η ζωή είναι μια μαθητεία για όσους τη ζουν αληθινά, έτσι εδώ έχουμε να κάνουμε με μία βίαιη ενηλικίωση. Αλλά μόνο έτσι, μέσα από την αλλαγή που φέρνει η επίγνωση, μπορείς να περάσεις στην επόμενη φάση, και μόνο έτσι μπορείς να διατηρήσεις ζωντανά και καίρια τα πράγματα που σε κάνουν ολόκληρο. Ένα μεγάλο ευχαριστώ στον Παναγιώτη για την αλήθεια που μας πρόσφερε μέσα από τις νότες αυτού παράξενου blues της πτώσης αλλά και της πτήσης μας.
Ομιλία για την παρουσίαση του βιβλίου του Παναγιώτη Βλάχου “Το Blues της ανεργίας” που πραγματοιήθηκε στο βιβλιοπωλείο “Επίκεντρον” στους Αγίους Αναργύρους, Ιούνιος 2017