ΤΟ ΝΕΟ ΒΙΒΛΙΟ ΤΟΥ ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΥ ΑΝΕΣΙΑΔΗ- ΤΟ ΚΑΛΕΙΔΟΣΚΟΠΙΟ ΤΗΣ ΣΥΓΚΛΙΣΗΣ ΤΟΥ ΠΑΝΚ ΜΕ ΤΟΝ ΕΝΑΛΛΑΚΤΙΚΟ ΗΧΟ
Η μουσική που ακούμε και αγαπάμε είναι ένα πολύμορφο υβρίδιο, ένα ταξίδι δημιουργικότητας μέσα στον χρόνο. Μια ελεύθερη πρόσμιξη από στοιχεία που εμφανίστηκαν και υπήρξαν σαν παράγωγα της εποχής τους, αποτέλεσμα της τόλμης και της φαντασίας συγκροτημάτων και μεμονωμένων μουσικών και της αφοσίωσης και της αγάπης των ακροατών, που από κοινού έπλασαν ένα εκτεταμένο πεδίο από αλληλεπιδράσεις και νέες μουσικές μορφές.
Ένα τέτοιο δίκτυο παρουσιάζει και το τελευταίο πόνημα ενός «δικού μας» παιδιού από τη Θεσσαλονίκη, του Αλέξανδρου Ανεσιάδη, που έχει τίτλο We Can Be The New Wind. Μια έκδοση «επικών» διαστάσεων στα αγγλικά από τον οίκο Earth Island Books, που μέσα στις οκτακόσιες πενήντα σελίδες της βρίσκουν θέση γύρω στα χίλια συγκροτήματα απ’ όλο τον κόσμο που υπήρξαν και υπάρχουν στην τομή του punk και του hardcore με το garage rock, την power pop και το εναλλακτικό ροκ, από τη δεκαετία του ’80 μέχρι τις μέρες μας. Παθιασμένος λάτρης της μουσικής και με θεωρητική κατάρτιση ικανή να στηρίξει ένα εγχείρημα τέτοιων διαστάσεων, ο Αλέξανδρος ανίχνευσε την πορεία αυτής της πανίσχυρης δημιουργικής μηχανής που λέγεται ροκ συγκρότημα μέσα από συνεντεύξεις, εξιστορήσεις διαδρομών, παρουσιάσεις δίσκων και ανέκδοτες ιστορίες, συγκροτώντας ένα πανόραμα που δεν απευθύνεται μόνο στους θιασώτες του είδους, αλλά και σε όσους θέλουν να αποκτήσουν μια σε βάθος γνώση μια τόσο επιδραστικής μουσικής έκφρασης.
Με το πάθος ενός φανζίν και την πληρότητα μιας ακαδημαϊκής διατριβής λοιπόν, το We Can Be The New Wind διεκδικεί επάξια μία θέση ανάμεσα στα βιβλία στα οποία θα ανατρέχουν οι μεταγενέστεροι για να ανιχνεύσουν τα όρια του είδους, ενώ πέρα από το μουσικό περιεχόμενο, εστιάζει στο αντιρατσιστικό, αντισεξιστικό και συμπεριληπτικό ιδεολογικό του φορτίο. Το εξώφυλλο κοσμεί μία δημιουργία του εμβληματικού Brian Walsby, ενώ ο υπέροχος τίτλος «απαλλοτριώθηκε» από το άλμπουμ των 7 Seconds, που είναι το πρώτο γκρουπ που παρουσιάζεται στο βιβλίο. Το Merlin’s δεν ήταν δυνατόν να μείνει αδιάφορο σε μια τέτοια προσπάθεια, και έτσι ανιχνεύσαμε μαζί με τον Αλέξανδρο τα κίνητρα και τις διεργασίες που οδήγησαν σε αυτό το καλειδοσκοπικό εγχείρημα.
- Ποια υπήρξαν τα αρχικά σου ακούσματα και πώς εξελίχθηκε η αγάπη σου με τη μουσική μέσα στα χρόνια; Πώς ένα παιδί φτάνει να δημιουργήσει μία τόσο στενή σχέση με ένα είδος που δεν είναι ακριβώς το πιο δημοφιλές στη χώρα όπου ζει;
Τα αρχικά μου ακούσματα, έστω και ακούσια, λόγω οικογένειας ήταν από τους A Flock of Seagulls και τους Stray Cats, και από εκεί σε Ian Dury και The Clash, αν και η αδερφή μου μου έχει πει πως το πρώτο τραγούδι που με θυμάται να το χορεύω μέσα στο σπίτι ήταν το ‘Zulu Beat’ των King Kurt (γέλια). Συνειδητά, σαν έφηβος, το hardcore, το crossover και το thrash μονοπώλησαν τον ενδιαφέρον μου, από τους Cro-Mags και τους D.R.I. στους Discharge και τους Voivod. Θεωρώ πως το σημείο μηδέν όμως ήταν η πρώτη επαφή με τους Wipers, ήταν εκεί που πραγματικά άνοιξε ένας νέος κόσμος…και έφεραν μαζί τους τους Cheepskates, τους Dream Syndicate, τους πάντες.
Συγκρατημένα το είπες Άλεξ! Για την ακρίβεια, το μελωδικό indie punk/hardcore των Doughboys, 7 Seconds κτλ δεν ήταν απλά μη-δημοφιλές στην Ελλάδα, ήταν κάτι που σχεδόν όλοι το αντιμετώπισαν από αδιάφορα έως εχθρικά. Ακόμα και σήμερα το θεωρώ το πιο υποτιμημένο κίνημα των 80ς (μαζί με το hardcore του Ηνωμένου Βασιλείου εκείνης της εποχής), και η σχέση μου με το είδος είχε ξεκινήσει στις αρχές των 00ς, όταν άρχισα να αντιλαμβάνομαι την εξέλιξη μπαντών όπως οι CH3, οι Agent Orange, οι Husker Du…Ότι δηλαδή το hardcore και το punk, ήταν το πιο πολυμορφικό subgenre, με την μεγαλύτερη καλλιτεχνική ελευθερία από όλα στο rock n’ roll.
- Πώς σκέφτηκες να γράψεις ένα βιβλίο με τόσο ειδικό περιεχόμενο; Ξεκινώντας από τη βασική θέση που διατυπώνεται στον πρόλογο, ότι το πανκ και η εναλλακτική μουσική της δεκαετίας του ’80 θα ήταν αδιανόητα δίχως τους Velvet Underground, ποια ήταν τα στοιχεία που σε έκαναν να ασχοληθείς με αυτή την τόσο γόνιμη πρόσμιξη;
Κόντευα να σκάσω! Σε πολλά βιβλία (όπως π.χ. το American Hardcore του Steven Blush), αλλά και σε ντοκυμαντέρ, έβλεπα διατυπωμένη συνέχεια την άποψη πως «το hardcore μέχρι το 1984 είχε τελειώσει, είχε πεθάνει». Δεν πέθανε, απλά άλλαξε, εξελίχθηκε σε κάτι άλλο (άσε που και οι πιουρίστες μπορούσαν να βρουν προς τα τέλη των 80ς την επαναφορά του κλασσικού ήχου σε μπάντες όπως οι Youth of Today κτλ). Δεν μπορούσα να δεχθώ ότι υπάρχει τέτοιο κενό στην βιβλιογραφική ιστορία, σε κάτι που αγαπούσα τόσο πολύ, οπότε καταλαβαίνεις, «if you want something done, then do it yourself».
Και έτσι έβαλα κάτω από αυτήν την σκεπή το hardcore και το punk, την power pop αλλά και το neo-garage. Μπορεί στην περίπτωση του hardcore οι Velvet Underground να μην είχαν την επίδραση ώστε να επιφέρουν την αλλαγή, όμως το πνεύμα τους ήταν αυτό που οδήγησε σε όλες τις αλλαγές!
- Πώς ήταν η διαδικασία των συνεντεύξεων; Πόσο καιρό διήρκεσε η συλλογή του υλικού και η συγγραφή;
Η διαδικασία είχε να κάνει πάντα με το πως βόλευε τον εκάστοτε συνεντευξιαζόμενο. Κάποιες φορές ήταν και κατ’ ιδίαν, αλλά συνήθως ήταν μέσω email, με την χρήση social media, με ανταλλαγή μνημάτων, ηχητικών ή ακόμα και με video μέσω Skype, Messenger κτλ κτλ…Καμιά φορά αυτό ήταν ζόρι, γιατί στην ΝΥ μπορεί να ήταν 10 το βράδυ και στο Λονδίνο να ήταν 3 το πρωί ή στην Ελλάδα να ήταν 5, και το πρωί να δούλευα, αλλά ήταν τόσο μεγάλη η χαρά του να μιλήσω με κάποιον καλλιτέχνη, που όλα αυτά τα ξεπερνούσα. Η συλλογή του υλικού και η συγγραφή κράτησε περίπου 3μίση χρόνια, αλλά με καθημερινή ενασχόληση.
- Πώς στριμώχνεις πάνω από 1000 συγκροτήματα σε 850 σελίδες; Ποια ήταν τα κριτήριά σου για την επιλογή;
Βασανίζοντας τον David Gamage (του εκδοτικού Earth Island) (γέλια). Του είχα πει «David, θα μπούνε όλα, δεν μπορούμε να αφήσουμε μπάντες έξω». Δυστυχώς περίπου 25 συνεντεύξεις δεν μπόρεσαν να μπουν, επειδή ήρθαν/έγιναν προς τα τελειώματα, και είχα ξεπεράσει κατά πολύ το όριο των 200-220 χιλιάδων λέξεων. Το πως τα στρίμωξα τώρα, ήταν άλλη υπόθεση, με μία νοοτροπία short, sharp, shock, δηλαδή έγραφα τα απαραίτητα, έκανα το review μου και σε κάθε κυκλοφορία, αλλά έπαιζα πάντα με το «ζουμί» της υπόθεσης aka “φαντάζεσαι το anarcho-punk των Zounds, αναμεμιγμένο με το Αμερικάνικο hardcore; Οι Joyce McKinney Experience είναι για εσένα!»
Τα κριτήρια για την επιλογή ήταν βασισμένα πάνω σε μπάντες που άλλαξαν τον ήχο τους, είτε προς πιο μελωδικό (7 Seconds, Big Boys, Justice League etc) είτε προς πιο indie/mainstream (Cheepskates, Soul Asylum, The Bongos, Del-Lords etc), είτε τα μέλη τους είχαν background σε hardcore/punk και neo-garage (όπως οι Dag Nasty, Marginal Man, The Nils etc) και με τις νέες τους μπάντες, ξεκινούσαν όλο αυτό το «ανεξάρτητο» ταξίδι. Προφανώς, έπρεπε να δημιουργήσω και από το μηδέν κάποιο καλούπι, κάποια μανιέρα όπου θα έμπαιναν αυτές οι μπάντες και θα έπρεπε να συμπεριληφθούν κάτω από αυτό… και αυτό ήταν το πιο δύσκολο, γιατί έπρεπε να εντοπίσω, να βρω και να ακούσω, ακόμα περισσότερες μπάντες από αυτές τις οποίες ήδη ήξερα. Αυτό σήμαινε πως έπρεπε να διαβάσω ξανά τα Maximum Rock n’ Roll και τα Flipside μου από την αρχή!
- Στις σελίδες του βιβλίου βρίσκουν θέση από συγκροτήματα όπως οι REM που έγιναν μεγα-σταρ μέχρι σχήματα όπως π.χ. οι Embrace που έβγαλαν έναν δίσκο και διαλύθηκαν. Θα μπορούσες να σκιαγραφήσεις μία ορισμένη στάση απέναντι στο μέινστριμ που χαρακτήριζε αυτό το ρεύμα στο οποίο αναφέρεσαι; Κατ’ επέκταση, σε ποιο σημείο του πολιτικοϊδεολογικού φάσματος θα το τοποθετούσες (και σε σχέση με το πρώτο σου βιβλίο, το Crossover: The Edge, που μιλάει για την πρόσμιξη του punk με το metal και τις παραφυάδες του).
Τώρα Άλεξ άνοιξες την τεράστια κουβέντα «authenticity vs commitment» ή αλλιώς «πότε κάτι είναι αυθεντικό, ακόμα και όταν αλλάζει, και ποια είναι τα κριτήρια για αυτό! Από την μία ναι, είχες mega-stars σαν τους REM, οι οποίοι είχαν κατηγορηθεί σαν “sell-outs” (άσχετα αν πάρα πολλές μπάντες από την Αμερικάνικη hardcore σκηνή πήραν τον ήχο τους μετά…), και από την άλλη μπάντες που πυροδοτήθηκαν από καλλιτεχνική ανησυχία όπως οι Embrace, οι Three, οι Gray Matter και οι Soulside (οι οποίοι και αυτοί κατηγορήθηκαν από τους πιουρίστες ως «προδότες του hardcore»!), και έφτιαξαν κάτι εναλλακτικό, κάτι που σίγουρα έδωσε πιο ανθρώπινο χαρακτήρα στο hardcore. Έκαναν την μουσική και την παρουσία στις live εμφανίσεις να είναι πιο εύκολα προσβάσιμη, να είναι πιο ανεκτική, σε κάθε ανθρώπινη ύπαρξη-αποτίναξαν το macho στοιχείο που είχε το πρώιμο hardcore.
Το φάσμα λοιπόν που θα τοποθετούσα το κίνημα που προέκυψε από το We Can Be The New Wind είναι το απόλυτα ελευθεριακό. Ήταν η σκηνή που αγκάλιασε και αποδέχθηκε τους ΛΟΑΤΚΙ+, ήταν η σκηνή που έδιωξε τον φόβο από τους αδύναμους και τους έδωσε βήμα, ήταν η σκηνή που πήρε την αυτοοργάνωση του Αγγλικού anarcho-punk και την οδήγησε σε ένα άλλο επίπεδο, ήταν η μουσική που έθιξε και τα ευαίσθητα, εσωτερικά θέματα του ανθρώπου. Δες το “Friend” των Marginal Man, δες το “Sister” των 7 Seconds, δες το “River of Sadness” των The Nils. Και το ακόμα πιο εντυπωσιακό είναι ότι όλα αυτά συνέβαιναν, στα 1980ς, που ήταν η δεκαετία της απόλυτης υπερβολής!
Δεν θεωρώ όμως πως ήταν εχθρικές οι μπάντες απέναντι στο mainstream, εννοώντας την «mainstream επιτυχία». Ήταν όμως σίγουρα εναλλακτικές στο τότε mainstream, γιατί όπως και να το κάνουμε, οι R.E.M. και οι The Replacements ήταν σίγουρα πολύ διαφορετικές μπάντες από το τι επικρατούσε τότε στο mainstream rock.
Όσο αφορά το Crossover The Edge, εκεί υπάρχει σε πολλές περιπτώσεις διαφορετική προσέγγιση, μιας και υπάρχουν (δυστυχώς) και μπάντες με συντηρητικό λόγο, αλλά αυτή είναι και η απόδειξη του We Can Be The New Wind-δεν υπάρχει ούτε μία μπάντα που να εκφέρει συντηρητικές ή (άκρο)δεξιές απόψεις. Και πως θα μπορούσαν άλλωστε, μιας και κύρια βάση αυτής της μουσικής είναι το συναίσθημα και η κοινωνική ενσυναίσθηση.
- Μου έκανε μεγάλη εντύπωση το lay out του βιβλίου, η γραφιστική του εικόνα. Θυμίζει ένα μεγάλο φανζίν. Ήταν κάτι που είχε στο μυαλό σου εξαρχής ή προέκυψε στην πορεία;
Πάλι, τα εύσημα μας να τα δώσουμε στον David Gamage της Earth Island Books! O David έβγαζε από το 1990 έως το 1995 το δικό του zine, το Punk Faction, οπότε έτσι εξηγούνται όλα, το άφησα επάνω του και το έκανε!
Αλλά και το εικαστικό, του Brian Walsby (Voivod, Melvins Corrosion of Conformity, Snake Nation, Double Negative κτλ κτλ) ήταν αυτό που με συγκίνησε όταν το είδα. Ο Brian είναι ένας εξαίρετος καλλιτέχνης και άνθρωπος.
- Ποια ήταν η σχέση σου με τα zines; Πώς θα όριζες τον ρόλο τους στην εξέλιξη αυτής της μουσικής;
Maximum Rock n’ Roll και Artcore ήταν και είναι τα αγαπημένα μου zines, με το Flipside να είναι πολύ κοντά. Κλισέ αυτό που θα πω, αλλά στα zines μπορείς να βρείς μουσικές που δεν θα τις έβρισκες/διάβαζες πουθενά αλλού.
Το Flipside ήταν αρκετά πιο υποστηρικτικό απέναντι στις μουσικές του New Wind, σαν zine (όπως και το Thrasher) δεν είχαν τόσους πολλούς όρους και στεγανά απέναντι στην μουσική βιομηχανία…από την άλλη, το Maximum Rock n’ Roll ενώ φιλοξενούσε reports και κριτικές για δίσκους και μπάντες, αν υπέγραφες σε μεγάλο label (π.χ. η Enigma ήταν μεγάλο label για αυτούς), είτε δεν θα φιλοξενούσαν κριτική, είτε θα εξαπολούσαν μύδρους κατά πάνω σου! Τυχαίο παράδειγμα, οι Gun Club και το «Miami», με κριτική «they now went on big label, and sound totally washed-out» ή κάτι παρόμοιο! Αλλά υπήρχαν και συντάκτες που υποστήριζαν αυτές τις μπάντες, όπως επίσης υπήρχε και ο σεβασμός στην σκηνή της Washington D.C., τις θεωρούσαν βεβαίως authentic, οπότε πάλι καταλήγουμε στο “authentic vs mainstream”.
- Ποια είναι τα αγαπημένα σου βιβλία που μιλούν για μουσική; Ίσως θα μπορούσαν να λειτουργήσουν και σαν αναγνωστικές προτάσεις για τους φίλους του Merlin’s.
Οτιδήποτε έχει βγάλει ο Ian Glasper για αρχή, με πολύ αγαπημένα τα “The Day That Country Died”, “The Scene that would not die” και “Τrapped in a scene”. Το “Μy damage” του Keith Morris είναι καταπληκτικό, ενώ εκείνο που με έχει συναρπάσει τον τελευταίο καιρό είναι το «Goudvishal : DIY or Die! Punk in Arnhem 1977-1990» των Marcel Stol και Henk Wentink. Μακράν η πιο άρρωστη αυτοβιογραφία όμως ήταν η τριλογία του Jerry A., των Poison Idea, ονόματι «Black Heart Fades Blue» η οποία κάνει τα βιβλία των Harley Flanagan (Cro-Mags) και Roger Miret (Agnostic Front) να φαντάζουν σαν παιδικά παραμύθια!
Και από πρόσφατες κυκλοφορίες, το «A Hardcore Heart: Adventures in a D.I.Y Scene» του David Gamage, όπως και το «Corporate Rock Sucks: The Rise and Fall of SST Records» του Jim Ruland, ειδικά το πρώτο το ζήλεψα πάρα πολύ σαν δομή και στήσιμο!
- Είσαι πάντα ενεργός ακροατής και συγχρόνως άνθρωπος του κόσμου. Πώς θα αποτιμούσες τη σημερινή εικόνα του ρεύματος για το οποίο μιλάμε; Ο λόγος της παραμένει έγκυρος σε ένα πλαίσιο (πόσο άραγε;) διαφορετικό από τη δεκαετία του 1980; Ποια είναι τα σχήματα του τώρα που θα ξεχώριζες;
Την πιο δύσκολη ερώτηση Άλεξ την είχες για το τέλος! Αλλά και εγώ θα δώσω την πιο αμφιλεγόμενη απάντηση, η οποία είναι αμφιλεγόμενη γιατί ταυτίζεται με μία μπάντα, τους Turnstile.
Τι έκαναν λοιπόν οι Turnstile; Από το (εξαιρετικό) hardcore που παίζαν στους πρώτους τους 2 δίσκους, το 2021 κυκλοφόρησαν το ‘Glow On’, που ήταν ένας δίσκος-βουτιά στις μπάντες του «We Can Be the New Wind». Πήραν τους Leeway, έβαλαν μέσα την μελωδία των (μετέπειτα 80ς) 7 Seconds, Uniform Choice, Unity, και δημιούργησαν ένα πολυμορφικό, μελωδικό αριστούργημα. Όμως δεν έμειναν εκεί, όποιος έχει παρευρεθεί σε live τους γνωρίζει πως οι Turnstile μέσα σε μία νύχτα αποτίναξαν όλη την macho νοοτροπία που δυστυχώς είχε καταλάβει την hardcore σκηνή με το violent dancing, με τα pits να είναι γεμάτα τεστοστερονάτους που εξαντλούσαν την ενέργεια τους σε κινήσεις πολεμικών τεχνών, φοβίζοντας έτσι τους πιο αδύναμους σωματικά. Δώσαν πίσω στο hardcore την προσβασιμότητα, την ανοχή στο διαφορετικό, και έτσι κάθε live τους είναι ένα πάρτυ, όχι από την άποψη του χαζοχαρούμενου, αλλά από την άποψη ότι μπορούν να περάσουν όλοι όμορφα, χωρίς να φοβηθούν από σωματικές, λεκτικές, σεξιστικές επιθέσεις.
Βεβαίως, υπάρχει και ο αντίλογος: “Yπέγραψαν στην RoadRunner, άρα ξεπουλήθηκαν”, “τους ακούν οι hipsters, και δεν είναι αυθεντικό hardcore”, “το ντύσιμο τους παραπέμπει σε οίκο μόδας για hipsters, όχι σε hardcore μπάντα”…Αλλά αυτή δεν ήταν και η ουσία του We Can Be The New Wind; Mε τους Turnstile λοιπόν!
Και χαίρομαι που βλέπω μπάντες σαν τους Drain, απόλυτα σκληροπυρηνικές, να διασκευάζουν το «Good Good Things» των Descendents, να το γυρνάνε και βίντεο, και να πονοκεφαλιάζουν όλους τους… «σκληρούς»!
Μπορεί σαν μουσική αυτό το ρεύμα πλέον να μην είναι relevant με τις σύγχρονες τάσεις, αλλά ο λόγος της παραμένει έγκυρος, καλλιτεχνικά σαν πειραματισμός και ανθρώπινα, σαν προσέγγιση, σαν μία εναλλακτική προσέγγιση ανθρωπιάς στους σημερινούς καιρούς όπου αυτή τείνει να εκλείψει.
- Σε ευχαριστούμε από καρδιάς, Αλέξανδρε
Σε ευχαριστώ πάρα πολύ Άλεξ, ήταν τιμή μου!
Το We Can Be the New Wind είναι το δεύτερο βιβλίο του Αλέξανδρου Ανεσιάδη. Το πρώτο του πόνημα, με τίτλο Crossover: The Edge, που ιχνηλατεί τα πεδία πρόσμιξης του πανκ με το μέταλ, κυκλοφορεί από τον εκδοτικό βραχίονα της Cherry Red Records.
H συνέντευξη αναρτήθηκε για πρώτη φορά στο Merlin’s Music Box