«Know it feels/Like the last time again».
(“Promise me”)
Άκουσα πρώτη φορά για τους Gun Club to ’82. Και μόνο ο ήχος του ονόματός τους ήταν μια σκοτεινή υπόσχεση. Έπειτα έφτασε στα χέρια μας ο δίσκος – τον είχε ο Χρήστος στην ασπρόμαυρη έκδοση της New Rose με τα ζόμπι στο εξώφυλλο. Ήρθε μαζί με το A Minute to Pray a Second to Die των Flesheaters και το πρώτο των Cramps. Μαύρα λουλούδια στον κήπο με τα ξεχασμένα σκουπίδια. Voodoo. Psycho. Trash. Ο ιερός κανόνας.
Στις στροφές του Fire of Love υπήρχαν λάδια στην άσφαλτο, παράξενες μορφές που στέκονταν στην άκρη του δρόμου αλλά μόλις πήγαινες να τις δεις καλύτερα εξαφανίζονταν, και απεριόριστη πίστη: «Ένας Elvis από την Κόλαση» … «Σ’ αγαπώ αλλά και σε μισώ»… «Τώρα μπορώ να δω καθαρά»… «Δώσε μου το όραμα που γεννήθηκα να δω»… «Είμαι ο ινδιάνικος αέρας που φυσάει ανάμεσα στα τηλεφωνικά καλώδια»… «Θα γίνω ο εραστής και εξορκιστής σου»… Ένα μοντάζ από υπέροχα αυθαίρετες δηλώσεις-σκηνές που εξελίσσονταν σε ερημιές ή πληρωμένα δωμάτια, στις νότιες περιοχές της χώρας του πουθενά. (Γιατί στο Νότο; Τι ακριβώς συνέβαινε εκεί; Όσα περισσότερα μάθαινες τόσο περισσότερα έλειπαν, σαν μια μαύρη τρύπα της φαντασίας. Όμως ήταν ένα ταξίδι και για τους ίδιους τους Gun Club, η επιστροφή στις σκοτεινές ρίζες της Αμερικής.) Και, για κάποιο λόγο, αυτές οι εξωτικές ιστορίες μιλούσαν για τη δική σου ζωή, τον δικό σου συναισθηματικό λαβύρινθο: Riff-slide-εκτροχιασμός-riff-ουρλιαχτό-slide-εκτροχιασμός. Καθόμαστε με τη Ν. στο πάτωμα, αγαπιόμαστε και ακούγαμε το Fire of Love από ένα μικροσκοπικό πικάπ που στηριζόταν πάνω σε μια στοίβα από βιβλία. Ξανά και ξανά, όλη νύχτα. Like the last time again.
Το ταξίδι του Fire of Love ήταν πιο πραγματικό και από την ίδια την πραγματικότητα γιατί ήταν φτιαγμένο από το υλικό των ονείρων –των ηδονικών, νυχτερινών ονείρων που μερικές φορές μπλέκονται με τους εφιάλτες και σε ξυπνάνε με τη γεύση του αλκοόλ στο στόμα και ένα αόριστο συναίσθημα ότι το προηγούμενο βράδυ κάτι πήγε στραβά. Δεν υπήρξε το soundtrack κάποιας ηλιόλουστης νεότητας, γιατί καμία νεότητα δεν είναι μόνο ηλιόλουστη την ώρα που τη ζεις, πόσο μάλλον τα ‘80s στην Ελλάδα. Παρέπεμπε σε μία εσωτερική χώρα φτιαγμένη από κομμάτια –ψευδών πολλές φορές- αναμνήσεων και σιωπηρών αυτοεξομολογήσεων, και γι’ αυτό ήταν ικανή να λάβει άπειρες μορφές, σύμφωνα με τις συναισθηματικές εκρήξεις της καθημερινότητάς σου: Δεν ήταν απόδραση, αλλά η γλυκιά φυλακή που την ταξιδεύεις παντού. Αυτό το τραίνο γράφει ότι πάει Θεσσαλονίκη, αλλά… εικόνες, ομίχλη παντού – που βρίσκομαι; Ξυπνάω και η πρώτη μου σκέψη είναι για σένα… Το τέρας για το οποίο μιλάνε οι Gun Club, το τυφλό κτήνος με την εφηβική ψυχή σε διαρκές συναισθηματικό transit, ζει μέσα στον καθένα άσχετα αν το έχει δει, του έχει μιλήσει, του έχει υποταχθεί ή το έχει φυλακίσει. Walking with the beast.
Επιπλέον, το blues των Gun Club ήταν διαφορετικό από αυτά που είχαμε ακούσει και η φωνή τους δεν παρέπεμπε σε κάποιον γέρικο σοφό σκαρί που έμαθε απ’ την καλή και την ανάποδη τη ζωή και την αγάπη και τώρα μοιράζεται τα μαθήματα με τους νεότερους. Εδώ άκουγες κάποιον που βίωνε εκείνη τη στιγμή την παραίτηση-μετάβαση-αποκάλυψη και υπογράμμιζε τη δήλωσή του με ουρλιαχτά σαμάνου, και δεν ήταν καθόλου σίγουρος ότι ήθελε ή μπορούσε να γυρίσει σελίδα, να περάσει στην άλλη πλευρά. If I ever get this killing floor…
O άνθρωπος αυτός ήταν ο Jeffrey Lee Pierce, ένας ξανθός bluesman που όταν ούρλιαζε δεν ήξερες αν θρηνούσε για κάτι που χανόταν για πάντα στο σκοτάδι, ή ετοιμαζόταν να σου χιμήξει. Το πράγμα πήρε σάρκα και οστά όταν είδα τους Gun Club στα τέλη της δεκαετίας του ’80 στο Ρόδον με τον Kid Kongo Powers στη δεύτερη κιθάρα. Το live ήταν χαώδες, καμία σχέση με «επαγγελματικό» rock show, αλλά για κάποιο λόγο ήταν αυτό ακριβώς που περίμενες. Ο Jeffrey Lee ήταν ήδη λίγο «βαρύς», φαινόταν απόμακρος, αλλά η βραδιά χαράχτηκε στη μνήμη για πάντα.
Τι είναι οι αγαπημένοι μας δίσκοι; Κομήτες που κάποτε η πορεία τους συνάντησε τη δική μας, αδέσποτες μπάλες από φωτιά της αγάπης.
We are only riders.
Δημοσιεύθηκε για πρώτη φορά στο περιοδικό Sonik, Μάρτιος 2010