Θα ήθελα πρώτα απ’ όλα να ευχαριστήσω τα παιδιά του Συλλόγου για την ευκαιρία που μου έδωσαν να μιλήσω σε αυτόν τον σημαντικό κύκλο σεμιναρίων για ένα αγαπημένο βιβλίο και να ανακαλέσω στη μνήμη μου μια διαδικασία που με βοήθησε να εξελιχθώ ως μεταφραστής. Γιατί, υπό μία έννοια, όσο αφορά τουλάχιστον την επιλογή του συγκεκριμένου βιβλίου, η μετάφραση των Χαμένων Απόκληρων όπως είναι ο τίτλος στα ελληνικά, υπήρξε για μένα μία ιδανική συνθήκη. Και παρόλο που είμαστε εδώ για να μιλήσουμε για τη μεταφραστική προσέγγιση του Beautiful Losers, δεν μπορώ να αντισταθώ στον πειρασμό να ξεκινήσω με μια αναφορά στο πώς αντιλαμβάνομαι το σύμπαν του Λέοναρντ Κόεν.
Η σχέση μου με τον Λέοναρντ Κόεν είναι διττή: Πατάει στις δυο μεγάλες μου αγάπες, τη μουσική και τη γλώσσα. Τον ανακάλυψα σχετικά αργά – το μουσικό του έργο δεν ήταν ανάμεσα στα εφηβικά μου ακούσματα. Όμως εκ των υστέρων αντιλαμβάνομαι ότι ίσως ήταν καλύτερα έτσι, γιατί βυθίστηκα στον κόσμο του όταν είχα προχωρήσει αρκετά στη ζωή ώστε να ταυτίσω τις στιγμές που περιέγραφε με τα βιώματα και τα όνειρά μου.
Ο πρώτος πυλώνας της σχέσης μου λοιπόν με τον Λέοναρντ Κόεν ήταν η μουσική και οι στίχοι των τραγουδιών του. Τον αγάπησα ως συνθέτη, στιχουργό και ερμηνευτή και έχω νιώσει γι’ αυτόν τον άνθρωπο θαυμασμό. Γνωρίζοντας τον καλύτερα προσπάθησα να συνδέσω τα κομμάτια του παζλ και, όπως εύχεσαι να συμβαίνει με τους αγαπημένους σου καλλιτέχνες, βρέθηκα μπροστά σε μια ελικοειδή πνευματική περιπέτεια που διατηρεί ζωντανό το ενδιαφέρον μου μέχρι σήμερα. Ο Λέοναρντ Κόεν έχει έναν αμείλικτο αλλά και τρυφερό τρόπο να αλώνει τον συναισθηματικό σου κόσμο και να σε εκθέτει στα ίδια σου τα μάτια δίχως καμία κατηγόρια, γεγονός που βρίσκω λυτρωτικό και γνήσια ανθρωπιστικό. Υπήρξαν στιγμές που αισθάνθηκα γι’ αυτόν τον άνθρωπο ένα είδος ευγνωμοσύνης.
Διέθετα λοιπόν το βίωμα: Τα τραγούδια του Κόεν ασκούσαν στον ψυχισμό μου μία σχεδόν συντριπτική επίδραση. Partisan, Avalanche, Famous Blue Raincoat, So Long Marianne, Bird on a Wire, Tower of Song, True Love Leaves no Trace και τόσα άλλα. Ένα φανταστικό σάουντρακ για στιγμές της ζωής σου που μπορεί να μην έζησες αλλά δεν θα ξεχάσεις ποτέ, όπως τότε στα σύνορα της Γαλλίας όταν όλα ήταν χαμένα για τον κυνηγημένο παρτιζάνο, ή τότε που αποχαιρέτησες τη Μάριαν, ή τότε που έγραψες στον κλέφτη της αγάπης σου με τη μπλε καμπαρντίνα και αντί να νιώσεις οργή η καρδιά σου έγινε χίλια κομμάτια κ.ο.κ. Εκβολή σχεδόν δυσβάστακτου συναισθηματικού φορτίου μέσα από τις καταστάσεις που αφηγείται το τραγούδι, αποκάλυψη, ταύτιση. Σε κάποιους φαίνεται υπερβολικός και βαρετός, αλλά δεν ξέρω πολλούς που να τους φαίνεται ψεύτικος. Και αυτό το ταξίδι πραγματώνεται μέσω μίας έκθεσης της ανθρώπινης τρωτότητας και αδυναμίας, χωρίς καμία προσπάθεια εξιδανίκευσης, ωραιοποίησης ή μαρτυρικής διάθεσης.
Ίσως έχει να κάνει με την έλλειψη φόβου που τον χαρακτηρίζει απέναντι στις περισσότερο σκοτεινές στιγμές της ζωής, όταν τα όρια που χωρίζουν την κατάδυση στον εσωτερικό μας κόσμο από την κατάθλιψη είναι δυσδιάκριτα∙ όπως και να ‘χει, καταφέρνει να ακροβατεί επάνω τους με μία μοναδική προσήλωση στη στιγμή και χωρίς να αγνοεί ποτέ τη χαρά, ακόμα και όταν σεργιανάει στις πιο ζοφερές λεωφόρους. Αυτό ήταν το μεγαλύτερο μάθημα που πήρα από τον γέρο-Λέοναρντ. Μη φοβάσαι να πεις την αλήθεια στον εαυτό σου, γιατί η στάση που υιοθετείς σ’ αυτόν τον εσωτερικό διάλογο είναι αυτό που δίνει υπόσταση στα καλύτερά σου στοιχεία, έστω και αν προσωρινά σε κατεδαφίζει. Ο ναρκισσισμός του είναι ένας ναρκισσισμός σκληρός και διάφανος σαν γυαλί, που αποδέχεται εξαρχής το φορτίο της απληστίας των αισθήσεων και της τρωτότητας της ύπαρξης, μαζί με τα όρια της ανθρώπινης επικοινωνίας.
Όταν δεν είμαι αυτός ο καμπούρης που βλέπεις,
κοιμάμαι κάτω από τον χρυσαφένιο λόφο.
Εσύ, που επιθυμείς να κατακτήσεις τον πόνο
πρέπει να μάθεις να με υπηρετείς καλά
(“Avalanche”, Songs of Love and Hate, 1971).
Ο δεύτερος πυλώνας της σχέσης μου με τον ευφυή και ευαίσθητο Καναδό ήταν η συνεισφορά του στην καθαυτό λογοτεχνία, αν μπορεί να υπάρξει τέτοιος όρος. Είχα διαβάσει το «Αγαπημένο Παιχνίδι» (Favorite Game) στην εμπνευσμένη μετάφραση της Χίλντας Παπαδημητρίου (Μελάνι, 2005, στα ελληνικά έχει επίσης εκδοθεί το «Βιβλίο του Πόθου» [Book of Longing] σε μετάφραση της Ιωάννας Αβραμίδου, Ιανός, Θεσσαλονίκη 2008), είχα συναντήσει μερικά ποιήματά του, αλλά την πιο σημαντική ευκαιρία να αποκτήσω μία πιο συνολική ιδέα του έργου του Κόεν μου την πρόσφερε η δουλειά μου, καθώς είχα την τύχη να επιμεληθώ τη βιογραφία του Κόεν από τον Ίρα Νάντελ με τίτλο «Various Positions», που εκδόθηκε από τις εκδόσεις Κοάν το 2008. Πρόκειται για ένα χρονικό της ζωής και του έργου του Καναδού βάρδου σε μετάφραση του αδελφικού φίλου και συναδέλφου Πάνου Τομαρά. Το βιβλίο αυτό μου έδωσε την ευκαιρία να αποκτήσω μία γραμμική αντίληψη για τη συγκρότηση και την εξέλιξη του Κόεν, τα ρεύματα που επηρέασαν την έποψή του και το ύφος του, καθώς και τις μικρές ιστορίες που κρύβονταν πίσω από κάθε έργο του, τη θέση που κατείχε στη ζωή του, του τρόπου που έγινε δεκτό κ.ο.κ.
Έτσι έμαθα περισσότερα για το Beautiful Losers, που μέχρι τότε το γνώριζα ως ένα από τα εμβληματικά βιβλία της δεκαετίας του ’60, αλλά δεν είχα έλθει σε επαφή μαζί του. Το βιβλίο γράφτηκε σε ένα κομβικό σημείο για τη συγκρότηση του σύμπαντος του Λέοναρντ Κόεν. Αναγνωρισμένος ήδη στον Καναδά αλλά κυνηγημένος από το όνειρο και τη διάψευσή του ή απλώς γιατί χρειαζόταν ένα μέροςγια να γράψει απερίσπαστος, δραπετεύει στο νησί της Ύδρας με την «άγρια και γυμνή τελειότητα» όπως το περιέγραψε ο Χένρι Μίλερ στον Κολοσσό του Μαρουσίου, και το οποίο θα αποτελέσει το καταφύγιό του τα χρόνια που θα ακολουθήσουν. Εκεί θα γίνει μέλος μια μικρής αλλά δραστήριας κοινότητας ξένων συγγραφέων και καλλιτεχνών. Θα συναντηθεί με τον Άλεν Γκίσνμπεργκ, θα γνωρίσει τη Μάριαν Ίλεν που θα αφήσει το σημάδι της στην πρώτη περίοδο της μουσικής του παρουσίας και με τα χρήματα μια κληρονομιάς που του αφήνει στο μεταξύ η γιαγιά του θα αγοράσει ένα μικρό σπίτι για 1.500 δολάρια. Στην Ύδρα θα γράψει επίσης το Favorite Game που θα εκδοθεί το 1963. Το Beautiful Losers θα εκδοθεί τρία χρόνια αργότερα.
Οι συνθήκες συγγραφής του Beautiful Losers μου έκαναν εντύπωση: Το βιβλίο γράφτηκε σε δύο περιόδους οκτώ μηνών, η πρώτη το 1964 και η δεύτερη το 1965 με τον Κόεν σε κατάσταση νηστείας και χημικής διέγερσης, να επιδιώκει την αποτύπωση ενός σχεδόν οραματικού βιώματος. Ο αρχικός του τίτλος ήταν «Plastic Birchbark” (Πλαστικός κορμός σημύδας). Ο ίδιος το έβλεπε σαν μια «μία λειτουργία, ένα μεγάλο εξομολογητικό δημόσιο λόγο, πολύ τρελό, αλλά με όλες τις τεχνικές του σύγχρονου μυθιστορήματος… πορνογραφικό σασπένς, χιούμορ και συμβατική πλοκή». Επιπλέον, προσπαθεί να δημιουργήσει μία ιστορία μέσα από την προσευχή», και του αρέσει να φαντάζεται ότι είχε γράψει «την Μπαγκαβάν Γκίτα του 1965». «Όταν ξεκίνησε, δούλευε μόνο όσο χρειαζόταν για να γράφει τρεις σελίδες την ημέρα, αλλά στο τέλος έφτασε να δουλεύει δώδεκα με δεκαπέντε ώρες την ημέρα, με τη βοήθεια αμφεταμινών και ενός δίσκου του Ρέι Τσαρλς με τίτλο The Genius Sings the Blues», μαθαίνουμε από τον Νάντελ. Πίστευε ότι οι αμφεταμίνες θα δυνάμωναν το μυαλό του, αλλά σε κάποιο σημείο «ολόκληρο το σύστημα κατέρρευσε. Δεν είναι πολύ καλό ναρκωτικό για ανθρώπους με κατάθλιψη», γιατί το «”κατέβασμα” είναι πολύ άσχημο. Μου πήρε δέκα χρόνια να συνέλθω πλήρως».
Το Beautiful Losers ορίζει την πρώτη περίοδο της ενατένισης του «ντροπαλού βακχευτή» Κόεν προς ένα περισσότερο υπερβατικό πεδίο αυτογνωσίας με επιρροές από τη φιλοσοφία της Ανατολής αλλά και τον αφυπνιστικό χριστιανικό μυστικισμό του Εμάνουελ Σβέντερμποργκ και τη χασιδική σκέψη. Είναι γνωστό ότι το Ι Τσιγκ ή Βιβλίο των Αλλαγών, η Θιβετιανή Βίβλος των Νεκρών και η Αποκάλυψη του Ιωάννη αποτελούσαν οικεία θέματα συζήτησης στις παρέες της Ύδρας. Συγχρόνως, ενσωματώνει τις αναδράσεις της ανάτασης της δεκαετίας του ’60, μίας περιόδου που χαρακτηρίζεται από την υπέρβαση των κανονιστικών πλαισίων που έθεταν οι κρατούσες πολιτιστικές/πολιτισμικές συμβάσεις και την επιστροφή της τέχνης στο ριζοσπαστικό, χειραφετητικό πλαίσιο που έφεραν στο προσκήνιο τα κινήματα τέχνης του πρώτου μισού του 20ου αιώνα.
Σε αυτό το σημείο θα ήθελα να διαβάσω ένα απόσπασμα από το βιβλίο Φόβος και Παράνοια στο Λας Βέγκας του μεγάλου Χάντερ Στόκτον Τόμσον το οποίο επίσης είχα την τύχη να μεταφράσω πριν από χρόνια, όχι για κανένα άλλο λόγο, αλλά επειδή πιστεύω ότι αυτή η ατμόσφαιρα της δεκαετίας του ’60 αποδίδεται καλύτερα ως μία «αίσθηση», που δύσκολα μπορεί να διατυπωθεί. Διαβάζω λοιπόν: Φόβος και Παράνοια, σελίδα 86.
Παράξενες μνήμες αυτή τη νευρική νύχτα στο Λας Βέγκας. Πόσα χρόνια πάνε από τότε; Πέντε; Έξι; Μοιάζει με ολόκληρη ζωή, ή τουλάχιστον με μία εποχή που ανήκει πια στην ιστορία, μ’ ένα αποκορύφωμα που δεν πρόκειται να ξαναζήσεις ποτέ….. ίσως να σήμαινε κάτι… ίσως πάλι τελικά όχι… Αλλά καμία εξήγηση, καμία σύνθεση μουσικής, λόγου ή αναμνήσεων δεν μπορεί να αγγίξει αυτή την αίσθηση του ότι γνώριζες πως βρισκόσουν εκεί, ζωντανός, στη συγκεκριμένη γωνία του χρόνου και του κόσμου. Ό,τι κι αν σήμαινε αυτό…
Δύσκολα μπορεί να μάθει κανείς την πραγματική ιστορία με όλες αυτές τις πληρωμένες παπαριές που μένουν τελικά, αλλά ακόμα και χωρίς να είμαστε σίγουροι για την ιστορία, μοιάζει εντελώς λογικό να σκεφτούμε ότι από καιρό σε καιρό μια ολόκληρη γενιά φτάνει σε μία παρατεταμένη υπέροχη έκλαμψη για αιτίες που εκείνη τη στιγμή κανείς δεν αντιλαμβάνεται και οι οποίες αργότερα ποτέ δεν εξηγούν αυτό που πραγματικά συνέβη.
Ένα ακόμα στοιχείο που όπως αναφέρει ο Νάντελ καθόρισε τη συγγραφή και το ύφος του Beautiful Losers ήταν η ασφυξία που προκαλούσε στον Κόεν ο συντηρητισμός της βαθιά θρησκευόμενης καθολικής κοινωνίας του γαλλικού Κεμπέκ – έντονα συντηρητικής και εσωστρεφούς. Παρόλο που ο Κόεν ανδρώθηκε ως δημιουργός μέσα στην πιο ελευθεριάζουσα λογοτεχνική κοινότητα της πόλης, θα μπορούσαμε να αποδώσουμε την εμμονική σχέση με το σεξ που διατρέχει το βιβλίο περισσότερο στην επιθυμία του να εναντιωθεί σε αυτόν τον συντηρητισμό παρά στο να συντονιστεί με το παλιρροϊκό ρεύμα της σεξουαλικής επανάστασης των σίξτις. Όπως έγραψε ένας αναγνώστης του εκδοτικού οίκου ο οποίο αξιολόγησε το Beautiful Losers: «Το βιβλίο αυτό είναι ο Καναδάς με το πλατανόφυλλο κομμένο- ένα πειραματικό μυθιστόρημα το οποίο παραδέχομαι πως δεν ξέρω πού πηγαίνει, αλλά μου αρέσει ο τρόπος που προχωρά». Παρά τις μέτριες κριτικές που έλαβε αρχικά το βιβλίο, το Πανεπιστήμιο του Τορόντο αγόρασε το χειρόγραφο του προς έξι χιλιάδες δολάρια, ποσό σημαντικό για τον Κόεν. Η συνέχεια είναι λίγο-πολύ γνωστή: Το Beautiful Losers έγινε ένα εμβληματικό έργο της παγκόσμιας λογοτεχνίας της δεκαετίας του’ 60 και σίγουρα ένα βιβλίο-σταθμός για τα καναδικά γράμματα.
Άρχισα λοιπόν να διαβάζω το βιβλίο αλλά δυστυχώς είχα χάσει την ικανότητα να αισθανθώ την αγνή απόλαυση του αναγνώστη. Η ανάθεση του βιβλίου με είχε «προικίσει» με το αφόρητα εξεταστικό βλέμμα του υποψήφιου μεταφραστή που γνωρίζει ότι κάποια στιγμή θα πρέπει να αναμετρηθεί με το κείμενο. Σε κάθε περίεργη λέξη, σε κάθε δύστροπη φράση σταματούσα και προσπαθούσα να φανταστώ την πιθανή απόδοσή της. Όχι, έτσι δεν θα φτάναμε πουθενά. Έδιωξα από πάνω μου λοιπόν τη μεταφραστική μου πανοπλία και καταδύθηκα στο κείμενο σαν ένας απλός αναγνώστης. Όταν έκλεισα το βιβλίο, παράδερνα αυτή την τρικυμία αναγνωστικής μέθης που σε κατακλύζει όταν έρχεσαι σε επαφή με ένα σπουδαίο λογοτεχνικό έργο, και είμαι σίγουρος πως όλοι όσοι βρίσκεστε εδώ γνωρίζετε πολύ καλά.
Πολύπλευρο, ενστικτώδες, παράφορο -ενίοτε φρενήρες- ραψωδικό, αμφίθυμο, «σκληρό» και συγχρόνως τρυφερό, το βιβλίο λαμβάνει άπειρες μορφές στα μάτια του αναγνώστη, σαν ένα καλειδοσκοπικό παιχνίδι επινοημένο από έναν τεχνίτη του διφορούμενου. Στο επίκεντρο της αφήγησης μία ιστορία φιλίας και απώλειας, ένα ερωτικό τρίγωνο που αποτελείται από τον συγγραφέα, τη σύζυγό του Εντίθ, τελευταίο μέλος της φυλής των Ινδιάνων Α__ και τον παιδικό του φίλο που στο βιβλίο εμφανίζεται με το όνομα Φ. Η συνάντηση των δύο ανδρών τη νύχτα της αυτοκτονίας της Εντίθ πυροδοτεί μία αφήγηση που εξελίσσεται με μη γραμμικό τρόπο και κατά περίπτωση λαμβάνει χαρακτηριστικά επιστολικού μυθιστορήματος, προσευχής, αυτόματης γραφής στην παράδοση των beat, ιστορικού αφηγήματος και παροξυσμικού ερωτικού παραληρήματος που χρησιμοποιεί ένα ιδιότυπο είδος «πορνογραφικού σασπένς», όπως το έθεσε ο ίδιος ο Κόεν. Το βιβλίο χωρίζεται σε τρία μέρη: Το πρώτο, με τίτλο «Η ιστορία όλων τους» ο λόγος ανήκει στον αφηγητή συγγραφέα, το δεύτερο με τίτλο «Μια μακρά επιστολή από τον Φ.» είναι το μέρος που μιλάει ο Φ. και το τρίτο αποτελεί αφήγηση ενός τρίτου προσώπου που δεν κατονομάζεται και έχει τίτλο «Υπέροχοι Απόκληροι».
Υπάρχει και ένα δευτερεύον αλλά όχι λιγότερο σημαντικό αφηγηματικό νήμα που διατρέχει το βιβλίο: Είναι η ιστορία της αγίας Κάτερι Τεκακουΐθα η οποία εκτυλίσσεται στις παρυφές της κυρίας αφήγησης άλλοτε σε τρίτο πρόσωπο και άλλοτε μέσα από τις γραπτές αφηγήσεις Γάλλων ιεραποστόλων της εποχής. Η Κάτερι Τεκακουΐθα (1956-1680)υπήρξε η πρώτη Ινδιάνα αγία της Καθολικής Εκκλησίας. Η εξιστόρηση του βίου της είναι γεμάτη σεξουαλικές αναφορές και μεταφορές, ενώ λειτουργεί ως εκτεταμένο σχήμα λόγου προς υπενθύμιση της αιματηρής πλευράς της απομάγευσης στην οποία υποβλήθηκε η ανθρώπινη σφαίρα τους τελευταίους αιώνες με όχημα το αποικιοκρατικό και το καπιταλιστικό σχήμα και κατάληξη τον σχεδόν πλήρη εκχρηματισμό της. Πρόκειται για μια ιστορία πόνου για τους πληθυσμούς που την υπέστησαν στο όνομα της μοναδικής «αληθινής» θρησκείας. Άλλωστε, και η σύγχρονη πλευρά του Beautiful Losers στην πόλη του Κόεν εξελίσσεται στο Μόντρεαλ, μία πρώην αποικία που κουβαλάει αντιφάσεις και προσωπεία ενώ στοιχειώνεται από την ισοπεδωτική επέλαση του λευκού ανθρώπου και τον βίαιο προσηλυτισμό των αυτοχθόνων. Που την εποχή που γράφτηκε το βιβλίο ταραζόταν από τις εσωτερικές της αντιπαλότητες, ενώ φούτωνε η δράση του Μετώπου Απελευθέρωσης του Κεμπέκ. Έναν τόπο που αναπνέει στον πυρήνα της νεωτερικής αντίφασης, μια μικρογραφία της Ιεριχούς της αποξένωσης, εκεί ζει ο Κόεν.
.
Το Beautiful Losers είναι ένα μοντερνιστικό κείμενο όσο αφορά τη μορφή, την ελευθερία επιλογής ανάμεσα σε διάφορα είδη γραφής αλλά και το περιεχόμενο, καθώς αποτελεί μια συνειδητή προσπάθεια αποδόμησης της κυρίαρχης αφήγησης – στη συγκεκριμένη περίπτωση στοχεύει στη βιτρίνα της καταναλωτικής κοινωνίας του Καναδά στη δεκαετία του ’60 και στην εξάπλωση της ρωμαιοκαθολικής πίστης μέσω της εξόντωσης των Ινδιάνων στο όνομα του Ιησού. Κατά κάποιο τρόπο είναι ένα βιβλίο που ξεκαθαρίζει τους λογαριασμούς με το παρελθόν, ενώ η αποσπασματικότητά του προοιωνίζεται το κατακερματισμένο μέλλον. Tο Beautiful Losers αναφέρεται ως το πρώτο μεταμοντέρνο μυθιστόρημα στα καναδικά γράμματα.
Διαβάζοντάς το –γιατί αυτή τη φορά η ανάγνωση ήταν απαραίτητο, ουσιώδες μέρος της προεργασίας της μετάφρασης – είχα μπροστά μου μια άλλη πλευρά της ποιητικής του Κόεν: Μέσα από τα τραγούδια του είχα γνωρίσει έναν σχολαστικό συλλέκτη λέξεων, τελετάρχη του σπαρακτικά αληθινού και του λιτού. Εδώ βρισκόμουν μπροστά σε ένα άλλο τρόπο: Λεκτικοί χείμαρροι, ακραίες γλωσσικές και υφολογικές επιλογές, στιλιζαρισμένοι διάλογοι και πειραματική διάθεση. Ως ποιητής και στιχουργός ο Κόεν δρα αφαιρετικά, στήνοντας με όσο το δυνατόν λιγότερες λέξεις λιτούς αλλά πανίσχυρους νοηματικούς ιστούς που επιδιώκουν να προκαλέσουν τη συναισθηματική αντίδραση του ακροατή. Ανήκει στο είδος των ποιητών που χρησιμοποιούν τη λέξη στην πρωταρχική, «κοινή» της σημασία, που παραμένει η πιο ουσιώδης. Αποφεύγει τις εξεζητημένες αναφορές ή τις μη διαφανείς μεταφορές χρησιμοποιώντας σχετικά ήπια και διαυγή σχήματα λόγου∙ οι παραβολές του είναι λυτρωτικά εύστοχες γιατί ο λόγος του είναι προϊόν παρατήρησης της πλευράς των καθημερινών συμβάντων που συνδέουν το ειδικό με το καθολικό. Ως συγγραφέας υφαίνει περισσότερο τολμηρά σχήματα, επιδιώκοντας και πάλι το ίδιο πράγμα– να αλώσει τη συναισθηματική σου οχύρωση μέσα από ένα παιχνίδι με τις λέξεις. Και ταυτόχρονα ανιχνεύει το βίωμα του «φωτισμού» μέσα από την αδιόρατη για τους πολλούς μεγαλειώδη υφή της στιγμής, επενδύοντας στην αναγωγή της εμπειρίας από απειλή σε σύμμαχο, σαν μια «γέφυρα πάνω από την οποία πρέπει να διασχίσει το ρυάκι της ζωής». Η κριτική της Boston Sunday Herald έκλεινε με την εξής φράση: «Ο Τζέιμς Τζόυς δεν είναι νεκρός… Ζει στο Μόντρεαλ με το όνομα Λέοναρντ Κόεν και γράφει από τη οπτική γωνία του Χένρι Μίλερ». Ο ίδιος ο Κόεν σε μία συνέντευξή του το 1990 μίλησε για τον Τζόυς: «Υπήρξε μία από τις φωνές που με σημάδεψαν, με καθοδήγησαν και με εξέθρεψαν», όχι μόνο με το παράδειγμα της αφοσίωσης στην αποστολή τους, αλλά και μέσω της επίδρασης που είχαν επάνω μου συγκεκριμένες φράσεις, συγκεκριμένες προτάσεις που εμπεριέχουν έναν έντονο ρυθμό καθώς και μία ιδιαίτερη αισθαντικότητα». Αυτή η δήλωση καρφώθηκε στο μυαλό μου. Επιβεβαίωνε τη σημασία που έδινε ο Κοέν στον ρυθμό του γραπτού λόγου, κάτι για το οποίο λιγότερο μπορείς να μιλήσεις γι’ αυτό και περισσότερο να το νιώσεις, αλλά και σε κάτι άλλο∙ μία «αισθαντικότητα» που διαβάζοντας το Beautiful Losers ένιωσα ότι διέτρεχε το κείμενο σχεδόν ως διαλείπον στοιχείο, απόν όσο και παρόν: Ξανά και ξανά, η μορφή πρόβαλλε ως συστατικό του περιεχομένου.
Με τα πολλά έφτασε η στιγμή να καταπιαστώ με τη μετάφραση του βιβλίου (κατά το όποιος δεν θέλει να ζυμώσει, σαράντα μέρες κοσκινίζει). Προσπάθησα να υπολογίσω τον χρόνο που θα χρειαζόμουν. Δεν ήταν καθόλου εύκολη υπόθεση, γιατί ήξερα ότι το βιβλίο απαιτούσε ένα απαραίτητο διάστημα κυοφορίας, a gestation period όπως το λένε οι αγλλοσάξονες. Κάθε βιβλίο το απαιτεί. Είναι η περίοδος ωρίμανσης που χρειάζεται ο μεταφραστής ώστε να αισθανθεί μέρος ενός δημιουργικού γεγονότος και όχι απλός διεκπεραιωτής γλωσσικών μεταφορών. Είναι ο χρόνος που χρειάζεται ώστε να προκύψει το γλωσσικό περιβάλλον που θα στεγάσει τη μετάφραση, το μικρό γλωσσικό σύστημα με τις ιδιαιτερότητές του, τις παραχωρήσεις του, τις ατέλειες και τους θριάμβους του, που θα προσφέρει τον καμβά για την αναπαράσταση κάθε μικρής σκηνής, που θα παρεισφρήσει στον κόσμο του συγγραφέα για να τον κατανοήσει, να τον αψηφήσει και να τον αναπαράγει με θράσος και εκ προοιμίου περιορισμένα εκφραστικά μέσα.
Στην περίπτωση του Beautiful Losers, η αναδρομή στις συνθήκες συγγραφής του βιβλίου και το πάθος που ανάσαινε σε κάθε του σελίδα σε προκαλούσε να νιώσεις τη μέθεξη, τη σχεδόν απεγνωσμένη επιτακτικότητα και τη λαχτάρα για τον ασαφή και συγχρόνως απτό παράδεισο του Κόεν. Και αυτή η ταύτιση έπρεπε να γίνει όχι σε κάποιον τόπο όπως η Ύδρα της δεκαετίας του ‘60 –ειδυλλιακό ακόμα και για έναν πρόσφυγα του εαυτού όπως ο Κόεν-, αλλά σε ένα διαμέρισμα στο κέντρο της Αθήνας, με τη ζωή να με «τραβάει απ’ το μανίκι» με τις ανάγκες και τους περισπασμούς της. Θα μπορούσε ο Κόεν να με κάνει να ξεπεράσω την ιδέα μου γι’ αυτόν και να αντιμετωπίσω το κείμενο «στα ίσια;» Θα μπορούσα να αγαπήσω την Εντίθ-Κάτερι, όπως τις αγάπησε εκείνος, ώστε να βρω τις πιο όμορφες λέξεις για το μαρτύριό της;
Επιπλέον, στη συγκεκριμένη περίπτωση είχαμε να αντιμετωπίσουμε άλλη μία ιδιαιτερότητα, τις ποικίλες αφηγηματικές μορφές και τις διαφορετικές υφολογικές προσεγγίσεις του κειμένου. Υπήρχαν παράγραφοι που σέρνονταν σαν νωχελικοί be bop αυτοσχεδιασμοί, άλλες που γκάζωναν κατευθείαν πάνω στον τοίχο σαν ροκ εν ρολ αυτοκαταστροφικοί θρίαμβοι – για όσους έχουν διαβάσει το βιβλίο, αναφέρομαι στο κεφάλαιο με την τρελή αυτό-ερωτική κούρσα των δυο πρωταγωνιστών-, ερωτικές συνευρέσεις άλλοτε ηδυπαθείς και αργές, άλλοτε θυελλώδεις και ζωώδεις και κάποτε σχεδόν πνιγηρές, στα όρια του κορεσμού. Διαφημίσεις για μηχανήματα προσωπικής σωματικής εκγύμνασης, δονητές και πυροτεχνήματα. Ιστορικές αναφορές στις φυλές των Ινδιάνων του Καναδά που μπλέκονται με ηδονικές περιγραφές του κορμιού της Εντίθ, και άλλα πολλά. Ακόμα κι αν έχεις ξαναμεταφράσει ανάλογα εγχειρήματα, στο Beautiful Losers αυτές οι μεταβάσεις είναι τόσο απότομες και συχνές που στο τέλος του βιβλίου νιώθεις ότι έχεις κάνει ένα μικρό ταξίδι. Έπρεπε όλες αυτές οι «αποκλίσεις» να ενσωματωθούν σε ένα ενιαίο σύστημα, ή μήπως εδώ η απόκλιση εδώ ήταν ο κανόνας; Υπήρχαν σημεία που το στυλ θύμιζε αυτόματη γραφή, αλλά σύμφωνα με όσα ήξερες για το έργο του Κόεν αλλά και από τη θέση των γλωσσικών στοιχείων καταλάβαινες πώς το κείμενο είχε υποστεί σχολαστική επεξεργασία, ότι κάθε λέξη ήταν προσεκτικά διαλεγμένη και βαλμένη σε μία θέση που της προσέδιδε συγκεκριμένο εννοιολογικό βάρος. Αλλά και σημεία με στερεοτυπική γλώσσα, όπως και καλά δομημένοι εσωτερικοί μονόλογοι. Κατά συνέπεια ο βαθμός που έπρεπε και μπορούσες να είσαι πιστός στο κείμενο ποίκιλε. Η προσπάθεια εξεύρεσης μίας ισορροπίας των διαφορετικών μορφών που θα έδινε συνοχή στο κείμενο πιστεύω ότι υπήρξε το «κλειδί» της προσέγγισής μου στη μετάφραση του βιβλίου. Χρειαζόμουν μια κινητήρια ιδέα, μια σύλληψη που πυροδοτούσε τη φαντασία μου και θα με βοηθούσε να «οραματιστώ» την τελική, όσο πιο άρτια γινόταν μεταφορά του Beautiful Losers στα ελληνικά.
Αργά ένα βράδυ, την ώρα που άκουγα το «Songs of Leonard Cohen» του ’67 και χάζευα στο Διαδίκτυο φωτογραφίες από την Ύδρα της εποχής, έκανα μια σκέψη που θα μπορούσε να είναι το «κλειδί» που αναζητούσα. Τι θα γινόταν εάν έβλεπα το κάθε κεφάλαιο σαν ένα τραγούδι; Μία μετάφραση είναι μια ατέλειωτη σειρά από αμέτρητες επιλογές, και υπ’ αυτή την έννοια μοιάζει πολύ με την παραγωγή ενός δίσκου. Κάθε κεφάλαιο θα μπορούσε να είναι ένα τραγούδι σε ένα δίσκο με διευρυμένο «κόνσεπτ», σαν τα πρώτα άλμπουμ των Velvet Underground που μέσα από διαφορετικές ιστορίες και διαφορετικές ρυθμικές και μελωδικές προσεγγίσεις συνέθεταν και έφερναν στο προσκήνιο μία συγκεκριμένη εικόνα – στην περίπτωση των V.U. της Νέας Υόρκης στα τέλη της δεκαετίας του ’60- αλλά αυτή η έκθεση είχε τόσο δυναμικό χαρακτήρα που καμία «γραμμική» περιγραφή δεν θα μπορούσε να διαθέτει. Ας πούμε ότι ο Κόεν κάνει το ίδιο με το Μόντρεαλ στις αρχές της ίδιας δεκαετίας, σε πεζό λόγο, και συγχρόνως επιχειρεί ένα γενικευμένο σχόλιο πάνω στην απομάγευση και το εσωτερικό κενό του σύγχρονου ανθρώπου, προβάλλοντας αντιστικτικά ένα λούνα παρκ σεξουαλικού υπερκορεσμού και υπαρξιακής δυσφορίας με μια αφήγηση αιματηρού προσηλυτισμού και καθυπόταξης των παιδιών της φύσης στα δάση του Καναδά τον 17ο αιώνα. Αποφάσισα να προσπαθήσω να μετατρέψω το πρόβλημα σε πλεονέκτημα, και να επιχειρήσω να κάνω αυτή την αποσπασματικότητα και την πολυμορφία συνεκτικό ιστό του κειμένου, προσεγγίζοντας με αυτό τον τρόπο την ισορροπία που αναζητούσα. Το Beautiful Losers θα γινόταν ο δίσκος που ο Κόεν δεν είχε ακόμα ηχογραφήσει, και κάθε κεφάλαιό του θα ήταν ένα τραγούδι.
Ξεκινάμε, λοιπόν. Τραγούδι πρώτο:
Κατρίν Τεκακουΐθα, ποια είσαι;
Είσαι ο κρίνος στις ακτές του ποταμού Μοχώκ;
Είναι αρκετό αυτό;
Μπορώ να σε αγαπήσω με τον τρόπο μου;
Ένα μικρό ποίημα, ένα χαϊκού. Νομίζω ότι είναι μία από τις πιο συγκλονιστικές εισαγωγές που έχω διαβάσει. Είναι αληθινά συγκινητική, σαν ερωτική εξομολόγηση μικρού παιδιού. Αν ήταν μουσική, θα ήταν το γλίστρημα ενός πνευστού, φευγαλέο και παρακλητικό. Ακολουθούν δηλώσεις παραφοράς μπλεγμένες με εικόνες του νυχτερινού Μόντρεαλ, μικρές εκκλήσεις προς την αγία με έντονα σαρκική διάθεση, σαν ονειρικό ρίγος. Δυο σελίδες παρακάτω, μια σύντομη ιστορία της φυλής των Α__. Νωρίς, κάπου στις πρώτες παραγράφους, πέφτω πάνω στις πρώτες νάρκες βωμολοχίας. Υπενθυμίζω στον εαυτό μου ότι την εποχή της έκδοσης του Beautiful Losers ο Κόεν αγωνιούσε μήπως το βιβλίο δεν περάσει από τη λογοκρισία, άρα γνώριζε πως θα μπορούσε να σοκάρει, και προχωρώ. Ίσως τη δεκαετία του ’60 η εικονογραφία του σεξ κουβαλούσε ακόμη κάποιο φορτίο πρόκλησης, ίσως ήταν λιγότερο πανταχού παρούσα, κραυγαλέα και κορεστική. Ίσως και όχι. Ανιχνεύω τον ρυθμό του πρωτοτύπου –γρήγορες προτάσεις, μετέωρα ερωτηματικά, απότομες δηλώσεις μιας εύθραυστης σιγουριάς. Του επιτρέπω να με καθοδηγήσει, αλλά δεν ασχολούμαι ακόμα με την οριστική απόδοση. Στην αρχή δυσκολεύομαι να βρω το «βήμα» μου. Δουλεύω αργά, σχεδόν βασανιστικά.
Έπειτα από λίγες σελίδες, γυρίζω και διαβάζω το κείμενο από την αρχή. Είναι δύσκαμπτο. Για την ώρα δεν με απασχολεί αυτό, προχωρώ. Ξεδιαλύνω τα πολλαπλά επίπεδα της αφήγησης, προσπαθώ όσο γίνεται να είμαι πιστός στο αρχικό κείμενο, έστω και περιφραστικά. Επιδιώκω να φτάσω στην καρδιά του νοήματος, να είμαι σίγουρος για το τι λέει ο συγγραφέας. Σε αυτή την αρχική φάση σημασία έχει να προχωράς στήνοντας γερά τα θεμέλια της μετάφρασής σου. Η σημασία προηγείται, η διατύπωση ακολουθεί. Όπως έλεγε μία φίλη ηθοποιός, ένας ρόλος είναι πρώτα απ’ όλα ανάγνωση. Με αφοριστική διάθεση, θα μπορούσε να ειπωθεί το ίδιο και για τη μετάφραση. Βρισκόμαστε στο σημείο όπου τον πρώτο ρόλο διεκδικούν η σωστή ανάγνωση και η διαύγεια στην κατανόηση. Δεν ανησυχούμε τόσο για την απόδοση, ίσως χρειαστεί να αναθεωρήσουμε τις επιλογές μας, αλλά αυτό δεν μας πτοεί γιατί έχουμε συμφιλιωθεί με την ιδέα ότι πρόκειται να ακολουθήσει μια μεγάλη περίοδος αναστοχασμού πάνω στο κείμενο και είμαστε έτοιμοι γι’ αυτό. Σημασία τώρα έχει να αποκτήσουμε την «πρώτη ύλη», το προσχέδιο του κειμένου. Υπογραμμίζω όσα σημεία δεν μπορώ να λύσω, αλλά δεν ασχολούμαι πολύ μαζί τους, γιατί ξέρω ότι θα ήταν πρόωρο να καταλήξω σε μία τελική διατύπωση, καθώς δεν έχω ακόμα τη συνολική εικόνα. Την ολοκληρωμένη αίσθηση που θα έρθει όταν έχω ολοκληρώσει αυτό το πρώτο πέρασμα. Αυτά τα δύσκολα σημεία θα με απασχολήσουν στην πορεία, θα τα σκεφτώ πολλές φορές ξανά και ξανά, κάθε φορά έχοντας πιο ολοκληρωμένη εικόνα του συνόλου και πιο συμπαγές το γλωσσικό περιβάλλον που θα με βοηθήσει να καταλήξω στην απόδοσή τους. Προς το παρόν αποδίδω μόνο αυτό για το οποίο είμαι σίγουρος.
Αντιμετωπίζω τους πρώτους διαλόγους. Εξομολογητικοί, αιχμηροί, κάποτε οργισμένοι. Σε γενικές γραμμές, στιλιζαρισμένοι. Με βοηθούν να εφαρμόσω τις υποθέσεις μου για το register των ηρώων. Τις κλίσεις του χαρακτήρα τους, το μορφωτικό τους επίπεδο – προσπαθώ –όσο γίνεται- να δώσω στον καθένα μία ιδιόγλωσσα, να τον ανασυνθέσω σύμφωνα με τα στοιχεία που μου δίνει το ίδιο το βιβλίο. Για παράδειγμα, ο Φ. είναι ένας πολιτικός του Μόντρεαλ με πανεπιστημιακές σπουδές, αλλά ξέρω ότι έχει μεγαλώσει σε ορφανοτροφείο, διαθέτει έναν πολύπλοκο, εκρηκτικό ψυχισμό που διακατέχεται από μία ακόρεστη αγάπη για το σεξ. Ο αφηγητής μας είναι περισσότερος ήπιος, λιγότερο εκρηκτικός και διαθέτει κι αυτός ένα σχετικά υψηλό μορφωτικό επίπεδο που θα επέτρεπε στον λόγο του την εκζήτηση. Στο Beautiful Losers τα διαλογικά μέρη κάνουν το κείμενο να «αναπνέει» αλλά αντιπροσωπεύουν συγχρόνως και στοιχεία της πλοκής. Οι διάλογοι αποτελούν ένα κεντρικό σημείο της διαδικασίας της ταύτισης με τον αναγνώστη. Όταν μιλάει ο αφηγητής γίνομαι ο αφηγητής, αισθάνομαι θιγμένος επειδή ο Φ. πλάγιαζε με τη γυναίκα μου πίσω από την πλάτη μου και θα ήθελα να του στρίψω το λαρύγγι, αλλά δεν μπορώ να αποδιώξω τον έλεγχό του από πάνω μου∙ είμαι ο Λόρενς Μπρίβμαν του «Αγαπημένου Παιχνιδιού» σε ένα κακό τριπ που δεν τελειώνει ποτέ. Έπειτα γίνομαι ο Φ., πνίγομαι από την οργή επειδή αυτός ο τύπος είχε δικό μου αυτό που εγώ αναγκαζόμουν να κλέβω, για λίγες μόνο νύχτες, αλλά συγχρόνως είμαι και ο αρχιτέκτονας αυτούς του καταραμένου τριγώνου∙ το φλέγμα και η εγκεφαλική διάθεση δίνουν στο λόγο μου ρητορικό ύφος. Συνεχίζω. Λίγες σελίδες αργότερα, η αίσθηση αλλάζει ριζικά: Ένα διαφημιστικό για μηχανήματα προσωπικής εκγύμνασης. Διαφημιστική γλώσσα της δεκαετίας του ’60. Προσπαθώ να θυμηθώ… Αναζητώ παλιές διαφημίσεις στο διαδίκτυο και ανακαλώ το ιδιόλεκτο. Προχωρώ έτσι, ώσπου ολοκληρώνω το βιβλίο. Τώρα έχω μπροστά μου το κείμενο που πάνω του θα δουλέψω. Το μόνο που χρειάζομαι από ‘δω και μπρος είναι χρόνος και μερικές καλές μέρες, απ’ αυτές που ξυπνάς χωρίς να νιώθεις τον ταβάνι να σε πλακώνει. Τα δύσκολα έχουν περάσει. Ώρα να ασχοληθώ με τα πραγματολογικά στοιχεία που έχω επισημάνει, και στην περίπτωση του Κόεν αυτό αντιπροσωπεύει μία πολύ ωραία πρόκληση.
Οι πραγματολογικές αναφορές στο Beautiful Losers εμπίπτουν εν πολλοίς σε δύο κατηγορίες: Στις συγχρονικές (γεωγραφικού- τοπωνυμικού ή ειδησεογραφικού χαρακτήρα) που ορίζουν τη δράση στο Μόντρεαλ της εποχής της συγγραφής του βιβλίου και στις ιστορικές, που στην πλειοψηφία τους προέρχονται από το σύμπαν της Ρωμαιοκαθολικής εκκλησίας και της αποικιακής εξάπλωσης στον Καναδά.
Όσο αφορά τις πρώτες, έχω αποκτήσει ένα συνήθειο – όποτε μεταφράζω ένα βιβλίο που η πλοκή του εξελίσσεται σε μία σύγχρονη πόλη που δεν έχω επισκεφθεί ανοίγω τον χάρτη της από το Google Maps στον υπολογιστή μου και κάθε φορά που πέφτω πάνω σε κάποιο δρόμο, «πετάγομαι» και τον βλέπω στον χάρτη. Μου δίνει μία χρήσιμη αίσθηση τοπικότητας, η οποία πιστεύω ότι με βοηθάει να βιώσω την οραματική πλευρά της μετάφρασης, αυτό το παιχνίδι με τις εικόνες το οποίο στήνεις γιατί θέλεις η μετάφραση να είναι μια ψυχαγωγική διαδικασία που θα κρατήσει το ενδιαφέρον σου ζωντανό και θα σου εξασφαλίσει ένα όμορφο ταξίδι. Κάθε βιβλίο, ακόμα και το πιο πληκτικό, μπορεί να γίνει μία μικρή ταινία, την οποία σκηνοθετούμε κάτω από τις σιωπηλές οδηγίες του σκηνοθέτη-συγγραφέα. Μερικές φορές δεν έχει σημασία αν ο σκηνοθέτης είναι ατζαμής και οι οδηγίες του ανεπαρκείς, γιατί εμείς μπαίνουμε στον πειρασμό να κάνουμε την εικόνα καλύτερη, καθώς έχουμε δικό μας αυτό τον εύπλαστο χώρο ανάμεσα στις δύο γλώσσες – δεν μιλώ εδώ για το Beautiful Losers, βέβαια. Ρουφάμε άπληστα τα στοιχεία που θα μας κάνουν να αναπαραστήσουμε με όσο μεγαλύτερη πιστότητα γίνεται τις εικόνες που έχει πλάσει στο νου του, δέσμιοι και οιονεί κυρίαρχοι των ορίων που θέτει η διαφορά γλώσσας, χρόνου και τόπου. Υπό μία έννοια, πρόκειται για μία επιστροφή στο σημείο της πρωτογενούς δημιουργίας, στον νοερό εκείνο τόπο που πλάθει η διαδικασία της συγγραφής. Η έρευνα του μεταφραστή αυτή την έννοια έχει νομίζω, να θεμελιώσει στην πραγματικότητα το λογοτεχνικό σύμπαν του δημιουργού. Οπωσδήποτε, υπάρχει μια σχεδόν παιδική περιέργεια που μας κινεί και μας δίνει την ευκαιρία για αυτή τη βόλτα στη φαντασία και τον κόσμο που κάνει τη δουλειά μας υπέροχη, παρά το σιχτίρισμα που μας κάνει να ρίχνουμε συχνά-πυκνά. Για παράδειγμα, μεταφράζοντας τον Κόεν έμαθα περισσότερα για το Μόντρεαλ, το αυτονομιστικό κίνημα του Κεμπέκ, τη δράση του – μία από τις δυναμικές ενέργειές του εμφανίζεται ως ευχή και απειλή από τα χείλη του Φ.,- την ιστορία και τις αντιφάσεις της περιοχής. Ίσως ποτέ δεν μάθαινα τόσα πολλά για τα συγκεκριμένα θέματα αν δεν εμφανιζόταν κάποιος ειδικός λόγος. Ορισμένες αναφορές σε τραγούδια, όπως του Καναδού Buck Owens, ήταν πραγματική απόλαυση να τις πραγματεύεσαι.
Το δεύτερο σκέλος της πραγματολογικής έρευνας αφορούσε την περίοδο της αποικιακής εξάπλωσης των Γάλλων στον Καναδά, τις -ένοπλες- ιεραποστολές της ρωμαιοκαθολικής εκκλησίας, όπως και τις φυλές των Ινδιάνων της περιοχής, τον πολιτισμό και τις συνήθειές τους. Υπήρξαν μαγικές ιστορίες που μου αποκαλύφθηκαν, όπως αυτή για τα χελιδόνια που πλημμυρίζουν κάθε χρόνο τον ουρανό πάνω από το μοναστήρι του Αγίου Χουάν Καπιστράνο. Έμαθα περισσότερα για τις φυλές των Ινδιάνων που ζούσαν στα δάση της περιοχής που αργότερα έγινε γνωστή ως Καναδάς. Τις διαφορές ανάμεσα στα είδη προσωρινών και πιο μόνιμων κατοικιών των Ινδιάνων. Τις σεξουαλικές τους θεραπείες. Τα ταξί του Μόντρεαλ. Τα ελληνικά εστιατόρια της πόλης. Τις παρανοϊκές τελετουργίες των Ιησουΐτών. Τις διαφορές ανάμεσα στα διάφορα είδη πυροτεχνημάτων. Τις μυρμηγκιές των ποδιών. Μίλησα με έναν φίλο Ελληνοκαναδό για το Μόντρεαλ – τις εποχές του χρόνου και τις συνθήκες ζωής, τον τρόπο που μιλούν τα γαλλικά οι Καναδοί – πιο «βαριά», με πιο έντονα σύμφωνα. Ανέτρεξα σε εγκυκλοπαιδικές και διαδικτυακές πηγές για την προφορά των ονομάτων των φυλών και παρατήρησα τη διαφορά ανάμεσα στον τρόπο που έχουν «περάσει» οι ονομασίες των φυλών στην αγγλική και τη γαλλική γλωσσική επικράτεια. Η ιστορία του Κεμπέκ υπήρξε και παραμένει –στο πολιτιστικό πλέον τομέα- ένα πεδίο σύγκρουσης αλλά και όσμωσης της αγγλικής και της γαλλικής αποικιακής επικυριαρχίας, και αυτό ανιχνεύεται παντού. Από τα ονόματα των ηρώων (προτίμησα τη γαλλική απόδοση του ονόματος της ηρωΐδας, μη με ρωτήσετε γιατί, ίσως επειδή τα γυναικεία ονόματα ακούγονται πάντα καλύτερα στα γαλλικά), μέχρι τα τοπωνύμια, τα ονόματα των αγίων και τις ιστορικές αναφορές. Σε γενικές γραμμές, το Beautiful Losers δεν απαιτούσε δύσκολη πραγματολογική έρευνα, καθώς οι αναφορές του Κόεν ήταν τεκμηριωμένες στο έπακρο. Για τον ίδιο λόγο, προτίμησα να κρατήσω τις υποσημειώσεις στο μίνιμουμ.
Η διακειμενική πλευρά των Beautiful Losers είναι πλούσια, καθώς ο Κόεν άντλησε υλικό για το έργο του αυτό από διάφορες πηγές∙ αναγνώσματα όπως το Une Viege iroquise Catherine Tekakwitha, le lis de bords de la Mohawk et du St. Laurent (1956-1680) του Π. Εντουάρ Λεκόμπ, το Kateri of the Mohawks της Μαρί Σεσιλιά Μπιρλέ, έναν τόμο με τον τίτλο Jesuits in North America, ένα αμερικανικό κόμικ της δεκαετίας του 1940, το Blue Beetle, έναν καζαμία για αγρότες, το Τραγούδι του Χαγιαβάθα του Λονγκφέλοου και τον Φρειδερίκο Νίτσε (Ο Κόεν βάζει αποσπάσματα από την Χαρούμενη Επιστήμη στα χείλη του Φ. και ορισμένοι εικάζουν ότι η επιλογή του ονόματος –Φ.- σχετίζεται με το μικρό όνομα του Γερμανού φιλοσόφου. Όπως και να ‘χει, ο λυσσαλέος μηδενισμός του χαρακτήρα καθιστά μάλλον βάσιμη την εικασία αυτή). Τα αποσπάσματα του βιβλίου του Λεκόμπ παρεμβάλλονται στα γαλλικά και σε αρκετές περιπτώσεις ακολουθεί μετάφρασή τους στα αγγλικά από τον ίδιο τον Κόεν. Αγγάρεψα τη σύντροφό μου να μου τα μεταφράσει πρόχειρα ώστε να γνωρίζω περί τίνος πρόκειται, και την τελική μετάφραση ανέλαβε συνάδελφος ειδικευμένη στη γαλλική λογοτεχνία. Μια στιγμή συμπαντικής αρμονίας και διακειμενικής ενδεχομενικότητας υπέρ του μεταφραστή, ο οδηγός ελληνοκαναδικών διαλόγων ο οποίος παρατέθηκε ως είχε.
Υπάρχει μία έμφαση στις αντιθέσεις στο έργο του Κόεν και στο Beautiful Losers αυτή η έμφαση διατρέχει ολόκληρο το βιβλίο. Ο τόπος της δράσης εναλλάσσεται ανάμεσα στα δάση του Κεμπέκ που πάλλονται από τον ζωώδη ερωτισμό των Ινδιάνων και μισοσκότεινα δωμάτια ξενοδοχείων με βαριά ατμόσφαιρα που φιλοξενούν τελετές ερωτικής μύησης του λευκού ανθρώπου, ο οποίος επιχειρεί να προσεγγίσει το υψιπετές του έρωτα με όχημα τη μανιακή ηδονοθηρία του διαχωρισμού. Κάπως αντιφατικό, αλλά δεν είναι μόνο αυτό∙ η ίδια η δομή του βιβλίου αποτελεί ένα σχόλιο πάνω στις νεωτερικές αντιφάσεις, τη βίαιη απομάγευση όπως ειπώθηκε, την απομάκρυνση από την εποχή της ανιμιστικής αισθαντικότητας ενός παλλόμενου, ζωντανού κόσμου, τη διάσταση ανάμεσα στον κόσμο της επιθυμίας, την Εδέμ των Ινδιάνων και τον κόσμο της δυσφορίας που έχει εδραιώσει η απώθησή της. Την αντίθεση-ταύτιση ανάμεσα σε αυτό που είναι ο αφηγητής και σε αυτό που θα γίνει –η επιταγή αυτού του μυθιστορήματος μαθητείας είναι να γίνεις αυτό που είσαι. Επιχείρησα να μεταφέρω αυτή την πολιτική των αντιθέτων και στο πεδίο της απόδοσης, κρατώντας ζωντανές τις «αιχμές» του κειμένου, αποφεύγοντας να «στρογγυλέψω» τις «χυδαίες» εκφράσεις, εικάζοντας ότι η «αξία του σοκ» ήταν ζητούμενο και από τον ίδιο τον Κόεν μια εποχή που οι έμφυλες διακρίσεις είχαν περισσότερο να κάνουν στον δυτικό κόσμο –και ειδικότερα στην κοινωνία του Κεμπέκ- με τον ηθικό συντηρητισμό και την αναπαραγωγή μιας σεμνοπρεπούς γυναικείας εικόνας. Ο βιασμός της Εντίθ συμβολίζει και αναπαράγει τον βιασμό των Ινδιάνων του Καναδά. Ο τρόπος που βιώνει στο κορμί της την ανδρική βία είναι υπόμνηση του πόνου και παλινδρόμηση στη βία που δέχθηκε στο κορμί της η αγία Κάτερι Τεκακουΐθα. Με τον ίδιο τρόπο, οι τρεις απόκληροι έγιναν στα μάτια μου οι Ινδιάνοι της σύγχρονης εποχής, καταδικασμένοι να παραπαίουν ανάμεσα στο αιώνιο κάλεσμα της φύσης και τη μηχανιστική πραγματικότητα του αιώνα τους.
Υπήρξαν στιγμές που έκλεισα το βιβλίο και πετάχτηκα από την καρέκλα μου «σηκώνοντας τα χέρια ψηλά»; Ναι, υπήρξαν, ειδικά όταν χρειάστηκε να αντιμετωπίσω την πυρετώδη, σχεδόν παραληρηματική περιγραφή μιας σεξουαλικής συνεύρεσης και έκανα κάμποσες σελίδες να συναντήσω τελεία. Από ένα σημείο και έπειτα, ο λόγος του Κόεν γίνεται τόσο φρενήρης και ασύνδετος που αγγίζει τα όρια της ακατανοησίας και ο μόνος τρόπος να συνεχίσω να μεταφράζω ήταν να καταδυθώ στην άβυσσο της προσωπικής εμπειρίας. Α, και στο επεισόδιο με τον τρελό δονητή που τα κάνει όλα λίμπα στο δωμάτιο των εραστών και έπειτα χάνεται στον ωκεανό.
Σειρά είχε το δεύτερο «πέρασμα», κατά το οποίο αρχίζει να αναδύεται η τελική μορφή του κειμένου. Τώρα γίνομαι επιμελητής του εαυτού μου και η αντιπαραβολή περνάει σε δεύτερη μοίρα. Μεγαλύτερη σημασία έχει η οργάνωση των στοιχείων του κειμένου σε συνεκτική μορφή, με λογική ακολουθία και χρονική ακρίβεια. Αντιμετωπίζω όσο μπορώ τους αγγλισμούς, φροντίζω τις συμπτώσεις των χρόνων, αλλάζω την αρχιτεκτονική των προτάσεων, «συρρικνώνω» τις περιφράσεις, φέρνω το κείμενο «στα μέτρα μου». Το βάρος σιγά-σιγά μετατοπίζεται από το πρωτότυπο κείμενο στο μεταφρασμένο, αλλά όχι πλήρως∙ είμαστε ακόμη στο μέσον της διαδικασίας και το πρωτότυπο είναι ακόμα η πυξίδα μας. Όμως βρισκόμαστε και στο σημείο όπου μπορούμε να κάνουμε λίγο «πίσω» για να αναθεωρήσουμε το κείμενό μας, και σίγουροι ότι η αρχική μας μεταφορά δεν βαρύνεται με μεταφραστικά λάθη –προσοχή, είναι πολύ βασικό αυτό- να εστιάσουμε περισσότερο στην απόδοση, επανεξετάζοντας τα «σκοτεινά σημεία» και βελτιώνοντας το κείμενο όσο αφορά τη σύνταξη και τα σημεία στίξης. Καθώς η αρχική μας προσέγγιση έχει δείξει τα ιδιαίτερα στοιχεία του λόγου του συγγραφέα, φροντίζουμε να θέσουμε σε δοκιμασία τις συμβάσεις τις οποίες έχουμε αποφασίσει να εφαρμόσουμε. Για παράδειγμα, αν η σημασία μίας λέξης που έχουμε επιλέξει συνδυάζεται επιτυχώς σε όλες τις περιπτώσεις με το πλαίσιο εντός του οποίου θα την τοποθετήσουμε. Παράλληλα, φροντίζουμε να εφαρμόσουμε αυτές τις μικρές αποκλίσεις που θα κάνουν το λόγο του κάθε χαρακτήρα πιο πειστικό, κατασκευάζοντας μια στοιχειώδη ιδιόγλωσσα για τον κάθε ένα. Καθώς το κείμενο κυλάει μπροστά μας προσπαθούμε να διατηρούμε τη συνολική εικόνα στον καθρέφτη του μυαλού μας και να προσαρμόζουμε τις επιλογές μας σε αυτήν. Έτσι του δίνουμε συνοχή. Το Beautiful Losers μου έδωσε την ευκαιρία να κατανοήσω καλύτερα το δυναμικό ρόλο της παραγράφου, ο τρόπος χειρισμός της οποίας στο συγκεκριμένο βιβλίο έχει μεγάλη σημασία. Και να σκεφτώ πάνω στη δομή ως στοιχείο του περιεχομένου. Η αποσπασματικότητα στην οποία αναφέρθηκα προηγουμένως, δείχνει τις δυνατότητες ως εκφραστικό σχήμα, αλλά σε κάποια σημεία και τα όριά της. Όπως λέει ο Κόεν στο “Partisan”, “Τhe frontiers are my prison”. Τα σύνορα είναι η φυλακή μου. Στη περίπτωσή μας, τα γλωσσικά σύνορα είναι η φυλακή μας.
Την τρίτη φορά που επεξεργάστηκα το κείμενο, η εμπειρία άγγιξε τα όρια της απόλαυσης. Έχοντας μπροστά μου ένα κείμενο που «έρεε» και μετέφερε τα νοήματα που είχα αποφασίσει ότι περιείχε, είχα επιτέλους τη δυνατότητα να ασχοληθώ με την αρχική μου ιδέα: Να της δώσω τον δικό μου ρυθμό που θα αντιστοιχεί κατά το δυνατόν στο ρυθμό του πρωτοτύπου∙ όπως όλοι οι ρυθμοί, είναι απολαυστικό να τον παράγεις. Επιχειρώ να δώσω σε κάθε κεφάλαιο μία ορισμένη χροιά και βλέπω αν η αρχική μου ιδέα δουλεύει. Νιώθω σαν να χειρίζομαι μαριονέτες, αφήνω λίγο από τη μία, μαζεύω λίγο από την άλλη, μέχρι που νιώθω ικανοποιημένος με τη ροή, την «κίνηση» του βιβλίου. Τα «σκοτεινά» σημεία δεν είναι πια τόσο σκοτεινά, τουλάχιστον δεν δείχνουν τόσο σκοτεινά όταν το υπόλοιπο κείμενο έχει αρχίσει να «φωτίζεται». Η κάθε λέξη αποκαλύπτει τώρα το ειδικό της βάρος – οι μικρές αποκλίσεις στη σημασία γίνονται ξανά αντικείμενο διαπραγμάτευσης, ανατρέχω στο λεξικό για τις πολλαπλές ερμηνείες της. Οι αγγλισμοί είναι λιγότεροι και όσο λιγότεροι είναι τόσο πιο εύκολο είναι να τους διακρίνεις, «κλωτσάνε» όπως λέμε περισσότερο. Αυτή είναι άλλωστε και η γενική ιδέα πίσω από τον συγκεκριμένο τρόπο δουλειάς: όσο το κείμενο βελτιώνεται, τόσο οι παραφωνίες γίνονται πιο εμφανείς και μπορείς να τις εντοπίσεις με ευκολία και να επέμβεις για να τις διορθώσεις. Δεν επιδιώκω ένα απονευρωμένο, «επίπεδο» κείμενο το οποίο μπορεί να ρέει αλλά δεν «αναπνέει», αλλά ένα κείμενο που «σκιρτάει» και πάλλεται ανεμπόδιστα. Σ΄ αυτή την φάση έχω αφήσει πίσω μου το πρωτότυπο κείμενο και επιχειρώ να εξασφαλίσω μία αυτοτέλεια στη μετάφραση. Τη βλέπω σαν πρωτογενές κείμενο, της παραχωρώ αυτό το δικαίωμα έστω και για λίγο, της επιτρέπω να νιώσει σαν αυθεντική δημιουργία.
Περιέγραψα τον τρόπο που δούλεψα στο Beautiful Losers, αλλά επειδή το σεμινάριο αυτό έχει επιμορφωτική χροιά, θα ήθελα να σημειώσω ότι σε καμία περίπτωση δεν προτείνω τον συγκεκριμένο τρόπο εργασίας ως το μόνο σωστό και αποτελεσματικό. Σε πολλούς μπορεί να φανεί χρονοβόρος και αργός, καθώς αναγκάζεσαι να διαβάζεις και να ξαναδιαβάσεις αποδόσεις για τις οποίες είσαι ήδη σίγουρος. Όμως, όσο με αφορά, μόνο έτσι μπορώ να αντιμετωπίσω μία επί μέρους διατύπωση διατηρώντας την αίσθηση και την εικόνα του συνόλου και εντάσσοντάς τη σε μία οργάνωση η οποία ανταποκρίνεται στο όραμά μου, που είναι η υπόθεσή μου για το όραμα του συγγραφέα. Ο τρόπος που δουλεύει ο καθένας από μας σχετίζεται με αυτό που είναι, με τον βαθμό αυτοπειθαρχίας και διάθεσης που διαθέτει, με το πώς έχει συνηθίσει να περνάει τον χρόνο του και να οργανώνει τη ζωή του. Άλλωστε δεν είναι η μοναδική μέθοδος που χρησιμοποιώ. Κάθε βιβλίο υπαγορεύει τον δικό του τρόπο δουλειάς, και αυτό είναι πολύ ωραίο, γιατί αλλάζοντας τον τρόπο που δουλεύεις, διατηρείς το ενδιαφέρον σου ζωντανό. Πάντως, όταν είχαν απομείνει ελάχιστα «σκοτεινά» σημεία, έκανα αυτό που γίνεται συνήθως σε τέτοιες περιπτώσεις: Επιστράτευσα δυο φίλους και συναδέλφους και στήσαμε ένα μικρό πάρτι – brainstorming όπου αναζητήσαμε τις τελικές αποδόσεις. Εν μέσω δημιουργικής χαλαρότητας και ευθυμίας αφήσαμε τη φαντασία μας ελεύθερη, και όλα μπήκαν στη θέση τους.
Τελευταίο στάδιο, όταν έχω τον χρόνο: Διαβάζω μερικά κομμάτια από το βιβλίο φωναχτά, ή ακόμη καλύτερα βάζω κάποιον να μου τα διαβάσει ενώ εγώ κρατάω στα χέρια μου και ακολουθώ το πρωτότυπο. Το αυτί προδίδει αυτά που κρύβει το μάτι. Όταν αισθάνομαι τη ροή του λόγου να με παρασύρει, κλείνω το βιβλίο. Όμως ξέρω ότι αν είχα κι άλλο χρόνο, θα συνέχιζα να το δουλεύω. Για άλλη μια φορά, η προθεσμία παράδοσης δεν είναι παρά μια τυχαία στιγμή που πρέπει να θεωρηθεί ως τέλος της διαδικασίας.
Έχει φτάσει η ώρα του επιμελητή. Όταν έχω στα χέρια μου κάποιο βιβλίο που αγαπώ πολύ, που έχω παθιαστεί μαζί του και έχω κουραστεί να μεταφράσω, εύχομαι να το αναλάβει ένας εξίσου παθιασμένος επιμελητής που θα αμφισβητήσει δημιουργικά τις επιλογές μου και θα προσπαθήσει σκληρά να επιβεβαιώσει ή να διαψεύσει τις λύσεις μου ξεκινώντας όμως όχι από ανταγωνιστική, αλλά από συνεργατική αφετηρία, ώστε το βιβλίο να γίνει όσο καλύτερο μπορεί να γίνει. Που θα αντιμετωπίσει με μεγαθυμία τις αδυναμίες μου και θα με κάνει καλύτερο μεταφραστή με τις παρατηρήσεις του, που δεν θα με κοιτάξει με λανθάνοντα σαρκασμό και ανασηκωμένο φρύδι, αλλά σαν ένα συνεργάτη που κοπίασε σε αυτό το ταξίδι προς την ιδανική –άρα και χιμαιρική- τελική μορφή του γλωσσικού συστήματος στο οποίο αναφερθήκαμε παραπάνω. Που θα θεωρήσει ότι το βιβλίο είναι πρώτα απ’ όλα υπόθεση δική μας, των ανθρώπων που κουράστηκαν γι’ αυτό. Που αντιλαμβάνεται τα κοινά προβλήματα του κλάδου μας, την προσπάθεια –τιτάνια μερικές φορές- που καταβάλουμε αμφότεροι για να παραμείνουμε δημιουργικοί σε αυτό τον κυκεώνα της καταστροφής που μας επιφύλαξε η κυριαρχία, μέσα σε μια δίνη από κάθε είδους πολιτιστικά σκουπίδια. Η μάχη που δίνουμε είναι κοινή. Ο ρόλος του επιμελητή έχει παιδευτική χροιά, και δεν είναι να απορεί κανείς με την προσπάθεια υποβάθμισης του που βρίσκεται σε εξέλιξη. Ο επιμελητής είναι αυτός που φροντίζει την τελική μορφή με την οποία ένα κείμενο θα παραδοθεί στη μνήμη, και αυτό είναι από μόνο του εξόχως σημαντικό. Η συνεργασία του επιμελητή με τον μεταφραστή δεν συμβαίνει με όρους αμοιβαίας καχυποψίας, ούτε με αντικρουόμενες ρήσεις από καθέδρας για ένα σύστημα όπως η γλώσσα της οποίας η ρευστότητα αποτελεί ειδοποιό χαρακτηριστικό, αλλά με όρους αμοιβαίας ανεκτικότητας και σεβασμού. Δεν είναι δύσκολο, φτάνει να μην ξεχνάμε ότι είμαστε δύο διαφορετικά γλωσσικά σύμπαντα που έχουν οικοδομηθεί από την τυχαιότητα και την εκ προοιμίου μερική εποπτεία ενός άπειρου κόσμου, και ότι η κανονιστική συστηματοποίηση δεν προηγείται της ανθρώπινης λαχτάρας για έκφραση και της ανάγκης της γλώσσας για αλλαγή, αλλά τις ακολουθεί. Ούτως ή άλλως, ένα επιπλέον γλωσσικό πεδίο ΠΑΝΤΑ βελτιώνει οποιοδήποτε κείμενο, γιατί αυξάνει το εύρος της επικράτειας του γλωσσικού συμβάντος που συνιστά η μετάφραση, του προσθέτει πολυμορφία και πλουτίζει τις αποχρώσεις των διατυπώσεων που εμπεριέχει.
Όλα αυτά τα χρόνια που δουλεύω στη μετάφραση έχω ευτυχήσει τις περισσότερες φορές να συνεργαστώ με τέτοιους επιμελητές και νομίζω ότι αυτό σημαίνει πως τα προαπαιτούμενα στα οποία αναφέρθηκα αποτελούν πλέον κοινό τόπο στον κλάδο μας. Στην περίπτωση του Beautiful Losers είχα την τύχη να δουλέψω με τον Δημήτρη Πήχα, έναν εξαιρετικό επιμελητή ο οποίος τυγχάνει επίσης μουσικός και συζητήσαμε εκτεταμένα για τα ζητήματα που προέκυψαν στη διάρκεια της μετάφρασης και τις λύσεις στις οποίες είχα καταλήξει. Του εξήγησα όσο καλύτερα μπορούσα το σκεπτικό με το οποίο είχα δουλέψει. Χωρίς να μου χαριστεί, τόνισε τα σημεία που είχα ξεχάσει να προβάλλω και αφαίρεσε τις επαναλήψεις μου, έδωσε συνέπεια και συνέχεια στις επιλογές μας, εξισορρόπησε τον λόγο στα σημεία όπου έπρεπε και συνολικά αντιμετώπισε το κείμενο με τον τρόπο που του άξιζε. Η συνεργασία μας ήταν από τις καλύτερες στιγμές στη διαδικασία της γλωσσικής μεταφοράς του Beautiful Losers, και τον ευχαριστώ δημόσια γι’ αυτό.
Η δουλειά του μεταφραστή είναι μια σειρά από αμέτρητες μικρές αποφάσεις και σε αυτό θυμίζει πολύ την παραγωγή ενός δίσκου. Αν οι ήχοι συμπλέουν, ο δίσκος θα ακουστεί καλά, ακόμα και στα δυσαρμονικά σημεία. Οι διάφορες –εύστοχες, είναι αλήθεια- μεταφορές και οι αφορισμοί που έχουν επιστρατευτεί για να περιγράψουν την φύση της μετάφρασης μαρτυρούν ακριβώς αυτό, την αδυναμία ορισμού της με όρους αυθύπαρκτης διαδικασίας. Μετέωροι σε ένα γλωσσικό ενδιάμεσο χώρο χειριζόμαστε τη μεταφορά του επί μέρους επιδιώκοντας μια συγκεκριμένη εικόνα του συνολικού με σχεδόν ολογραφικό τρόπο, όπως μία υφάντρια δουλεύει κάθε κόμπο έχοντας στο μυαλό της το συνολικό μοτίβο του χαλιού. Μετά από κάθε βιβλίο είμαστε διαφορετικοί, λαθρεπιβάτες της συγγραφής, απαλλαγμένοι από τον τρόμο της λευκής σελίδας αλλά στερημένοι από την περηφάνια της πρωτογενούς δημιουργίας. Θυμόμαστε τη ζωή μας με βιβλία: Εκείνη την εποχή μετέφραζα αυτό, λέμε, και οι γνώστες καταλαβαίνουν ότι εκείνη την εποχή περπατούσα στο δρόμο και αναζητούσα λύσεις για τα σκοτεινά σημεία, ξενυχτούσα μπροστά στον υπολογιστή όχι από επαγγελματική ευσυνειδησία αλλά από μία σκυλίσια, παράλογη επιμονή που συνορεύει με τον ιδεοληπτικό ψυχαναγκασμό. Αλλά να, υπάρχουν βιβλία που δεν μεταφράζονται αλλιώς. Όπως λέει ο στίχος του Ρέι Τσαρλς που διάλεξε ο Κόεν για την προμετωπίδα του βιβλίου που συζητάμε,
Somebody said
Lift that bale
Η σχέση μου με τη μετάφραση είναι πρώτα απ’ όλα βιωματική, οπότε μπορώ να μιλήσω μόνο για αυτά που αισθάνομαι όταν έχω μπροστά μου τους καρπούς του κόπου μου, της περιόδου που πέρασα παρέα με το βιβλίο και έχει φτάσει στο τέλος της. Αισθάνομαι χαρά γιατί βλέπω ότι το εγχείρημα ολοκληρώθηκε μεταφέροντας τα νοήματα που είδα σε αυτό και μου αρέσει να αυταπατώμαι ότι ο συγγραφέας –στην περίπτωση αυτή ο αγαπημένος μας Κόεν- θα χαιρόταν διαβάζοντας τη μετάφραση του βιβλίου του αν ήξερε ελληνικά. Πιθανόν μέσα σε όλο αυτό τον λεκτικό κυκεώνα να υπάρχουν λανθασμένες εκτιμήσεις, αβλεψίες ή παραδρομές. Είπαμε όμως –ένας ακόμη αφορισμός-, η μετάφραση είναι κι αυτή μια τέχνη του εφικτού, όπως και η πολιτική. Θα μπορούσαμε να προσθέσουμε ότι η ιστορία έχει δείξει πως οι μεταφραστές τα καταφέρνουν πολύ καλύτερα απ’ ότι οι πολιτικοί. Είμαστε οι πορθμείς που μεταφέρουν με τις τρύπιες βάρκες τους τα έργα του ανθρώπινου λόγου στις όχθες των γλωσσικών ποταμών που χώρισαν και χωρίζουν τους ανθρώπους στη διαδρομή της ιστορίας. Το έργο μας, είτε αφορά ένα λογοτεχνικό αριστούργημα είτε κάποιο κείμενο χωρίς ιδιαίτερες αξιώσεις, είναι μια αέναη επιστροφή στη χώρα της χαμένης ουτοπίας, πριν από τον Πύργο της Βαβέλ, όταν όλοι οι άνθρωποι μπορούσαν να μιλούν την ίδια γλώσσα, κυριολεκτικά και μεταφορικά. Και αυτό είναι από μόνο του σπουδαία υπόθεση.
Σας ευχαριστώ και σας θαυμάζω για την υπομονή σας. Κλείνοντας θα ήθελα να τονίσω για άλλη μια φορά πόσο σημαντικό είναι το έργο που γίνεται εδώ από τα παιδιά του Συλλόγου στα σεμινάρια αυτομόρφωσης.
A.K.
Αθήνα, 16/2/2014
Πηγές:
Βιβλία και αναρτήσεις:
Leonard Cohen, Beautiful Losers, Vintage books, 1994 Reissue
Ira Nadel, Various Positions, μετ. Πάνος Τομαράς, Κοάν, Αθήνα 2008.
Leonard Cohen, Το Αγαπημένο Παιχνίδι, μετ. Χίλντα Παπαδημητρίου, Μελάνι, Αθήνα 2005
Henry Miller, Ο Κολοσσός του Μαρουσίου, μτφ. Ι. Καρατζαφέρη, Μεταίχμιο, Αθήνα 2004.
Mark Migotti, Nietzsche as Educator:
Leonard Cohen’s Beautiful Losers and the Achievement of Innocence, SCL ELC,
http://journals.hil.unb.ca/index.php/scl/article/view/12379/13246
Δίσκοι του Leonard Cohen:
Songs of Leonard Cohen – 1967
Songs from a Room – 1969
Songs of Love and Hate – 1971
Εισήγηση στο πλαίσιο των Σεμιναρίων Αυτομόρφωσης του Συλλόγου Μεταφραστών Επιμελητών Διερμηνέων, 16/2/2014
Για ολόκληρο το κείμενο του Beautiful Losers στα αγγλικά, http://www.maartenmassa.be/LCdocs/books/1966-00-00_Beautiful_losers.pdf