Μια ανασκαφή στην κρύπτη του χθες έφερε στο φως μια βιντεοκασέτα από την κοινή συναυλία που είχαν δώσει οι Drive με τους Dead Moon στο Αν Club το 1992. Ήταν μια επιστροφή σε μια ιστορία ελευθερίας και δρόμου που έχει στο επίκεντρό της την κοινή περιοδεία μας στην Γερμανία τον Αύγουστο του 1991. Οι Dead Moon ήταν ωραίοι άνθρωποι. Ξεκινάω ανορθόδοξα και το λέω για άλλη μια φορά μέσα στα τόσα χρόνια, γιατί τελικά μόνο αυτό μένει. Χωρίς τα παραμυθιάσματα, τις αυτό-δικαιώσεις και τους προσωπικούς μύθους. Ήταν από τους καλύτερους ανθρώπους που είχαμε γνωρίσει και έχουμε γνωρίσει από τότε. Και όχι γιατί ενσάρκωναν την πιο γνήσια και απέριττη εκδοχή του μουσικού είδους που μας είχε κάνει να παίξουμε μουσική. Αυτό ήταν δευτερεύον. Ήταν καλοί άνθρωποι χωρίς να χρειάζεται να εξηγήσεις ακριβώς γιατί, με την έννοια που έδωσε στον όρο ο Μήτσος από το Εν Πλω, η ψυχή του ροκ εν ρολ στο Αγρίνιο, που όταν μια νύχτα του είχα προτείνει μια μπάντα για να παίξει με ρώτησε, «Είναι καλοί άνθρωποι Άλεξ;» και ξέραμε και οι δύο τι εννοούσε. Απλά, καλοί άνθρωποι. Γενναιόδωροι. Φτάνει αυτό, πάντοτε έφτανε. (Παρεμπιπτόντως, οι Dead Moon έλεγαν ότι το Εν Πλω ήταν ανάμεσα στις καλύτερες σκηνές που έχουν παίξει σε όλο τον κόσμο).
Ο Fred, η Toody και ο Andrew δεν χρειάστηκε να υποδυθούν κάτι, ούτε να αλλάξουν το παραμικρό πάνω τους ποτέ γιατί το κουστούμι του ροκ εν ρολ ήταν από την πρώτη στιγμή ραμμένο στα μέτρα τους, χωρίς να χρειάζεται μεταποιήσεις. Δεν παραμύθιαζαν κανέναν ούτε παραμυθιάζονταν οι ίδιοι και όσα έκαναν τα έκαναν με τον τρόπο του DIY χωρίς να το διατυμπανίζουν, γιατί απλά άνθρωποι και μουσικοί σαν κι αυτούς μόνο έτσι μπορούσαν να κυκλοφορήσουν τη μουσική τους και επίσης γιατί απλά δεν άντεχαν να έχουν κανέναν πάνω από τα κεφάλια τους. Στην γλώσσα των western, αν ένα μεγάλο μέρος της αμερικανικής ροκ μυθολογίας είχε επηρεαστεί από τον μύθο του ατρόμητου σκαπανέα που τα βάζει με θεούς και δαίμονες για να επιβάλλει το δικό του νόμο στους άλλους και στις ανοιχτές εκτάσεις της δύσης, οι Cole ήταν οι λοξοί ερημίτες στο απομακρυσμένο καλύβι που δεν γούσταραν τα όπλα και τους πιστολάδες, τα έβγαζαν πέρα με τα αμέσως απαραίτητα και ήταν φίλοι με τους Ινδιάνους. Ζούσαν και δημιουργούσαν απομονωμένοι στο μικρό τους βασίλειο στο Πόρτλαντ όπου ηχογραφούσαν και έκοβαν τους δίσκους της Tombstone στο ίδιο μηχάνημα χάραξης που είχε χρησιμοποιηθεί για το “Louie Louie” των Kingsmen. Την εποχή που τους πετύχαμε είχαν πίσω τους τέσσερις δίσκους, ένα μικρό αλλά φανατικό κοινό στην Ευρώπη και ένα cult status στην Αμερική, κυρίως μέσα από τον φόρο τιμής που τους απέτινε η γενιά του Σιάτλ, όμως όλα αυτά, όπως και την μακριά ιστορία του Fred Cole σίγουρα τα γνωρίζετε για να διαβάζετε Merlin’s. Η ψηλόλιγνη, σχεδόν εφηβική φιγούρα με το τατουάζ-φεγγάρι στο μάγουλο και η μικρόσωμη σιλουέτα της Toody που έσφιγγε το μπάσο λες και ήθελε να το πνίξει, η μεταξύ τους σχέση, αφετηρία και προορισμός, και δίπλα τους ο ασυγκράτητος Ιρλανδός. Ένα «άντε γαμήσου» στον κόσμο μαζί με ένα χαμόγελο. Ο ανέρωτος ιντιβιντουαλισμός τους παρέπεμπε σε μια πολύ παλιά και ζωτική πλευρά της Αμερικής∙ ήταν ο καταλύτης της διαδρομής τους, και δεν τους πρόδωσε ποτέ. Όπως έχει όμορφα ειπωθεί «Η αυτάρκεια που χαρακτήρισε την πορεία του Cole είναι το αντίστοιχο του Walden του Henry David Thoreau στον κόσμο του ροκ εν ρολ». Η φλόγα των Dead Moon ήταν τρεμάμενη αλλά επίμονη και έντονη, όπως το κερί πάνω στην γκραν κάσα του Andrew, πρώτο πλάνο στη σκηνή∙ νόμιζες ότι θα σβήσει μέσα στον χαμό, αλλά αυτό κατάφερνε να μένει αναμμένο.
Η μουσική τους ήταν θράσος και χαρά που είχαν αποφασίσει να χρησιμοποιήσουν τα πιο απλά υλικά με την προσδοκία να φτιάξουν σπουδαία τραγούδια και τα είχαν καταφέρει. Υπήρχε η σκληράδα του Πόρτλαντ που έβρισκες και στις αντικοινωνικές ελεγείες του Greg Sage, αυτή η απροσδιόριστη αναλογία αλήθειας, σύγχυσης και οργής σαν αυτή που κουβαλάνε τα ροκ εν ρολ τραγούδια που είναι προορισμένα να γίνουν μικροί ύμνοι των μητροπολιτικών ματαιώσεων. Αλλά είχαν και την άνεση να παίρνουν στοιχεία από πολλές εποχές – όπως επίσης έχει ειπωθεί επιτυχημένα, οι Cole ήταν χίπις στα σίξτις, πανκ στα σέβεντις και σαραντάρηδες πρωτοπόροι στα 80ς. Και εκεί στις αρχές της δεκαετίας του ’90 ήταν αποφασισμένοι να μεταφέρουν το μήνυμα τους σε ένα ροκ σύμπαν όπου οι μπάντες του γκραντζ προσπαθούσαν να επιστρέψουν με τυμπανοκρουσίες στις αξίες που οι Dead Moon ενσάρκωναν χωρίς να το προσπαθούν καθόλου. Ήταν ίσως στην καλύτερη φάση της καριέρας τους, στην εποχή που ένα γκρουπ είναι σε θέση να γράψει το καλύτερο live album του.
Έστηναν οι ίδιοι τη σκηνή τους πριν παίξουν μπροστά στο κοινό, και ακόμα και για μας που τους βλέπαμε ήταν κομμάτι της εμφάνισής τους. Έπειτα κάπνιζαν ένα τσιγάρο οι τρεις τους σε ένα μικρό τελετουργικό ένωσης και συντροφικότητας και ξεκινούσαν με το «You Must Be A Witch», και μετά στα καπάκια «Dead Moon Night», «Don’t Burn the Fire» και πάει λέγοντας, με τα τύμπανα μπροστά και στη μέση και τον Andrew Loomis να κοπανιέται από την πρώτη μέχρι την τελευταία στιγμή, «ανοιχτό» παίξιμο, ποτάμια μπύρας πάνω στα πιατίνια του τρελού Ιρλανδοαμερικανού με τα διάφανα, παιδικά μάτια που μας συστήθηκε ως «απαίσιος Λουμίδης» επειδή έτσι τον φώναζε το αφεντικό του όταν δούλευε σε ένα σουβλατζίδικο στο Πόρτλαντ. Μια πανέξυπνη σύλληψη σκηνικής παρουσίας, όπου οι ενισχυτές έπρεπε να ανταγωνιστούν το σφυροκόπημα των τυμπάνων σε πρώτο πλάνο, με αποτέλεσμα μία ηχητική δίνη μουσικού θορύβου με μικρό σημείο αφετηρίας και υψηλή πυκνότητα. Ένας Marshall JCM 800 για τον Fred και ένας Ampeg SVT για την Toody, ζευγάρια με μια μισοδιαλυμένη Gretsch και ένα μπάσο Vox Teardrop. Εξοπλισμός που χωρούσε στο πίσω μέρος ενός μικρού βαν αλλά λειτουργούσε παντού, από ένα μπαράκι για διακόσια άτομα μέχρι venues για δυόμισι και τρεις χιλιάδες. Όμως το μυστικό δεν κρυβόταν στα βατ, ούτε στις τεχνικές ικανότητες, αλλά στο πάθος. Δεν ήταν ήχος για chill out, οι μεσαίες συχνότητες από τις φωνές και την κιθάρα του Φρεντ τρυπούσαν τα αυτιά, ειδικά σε μικρούς χώρους. Αλλά ήταν ακριβώς αυτό που έπρεπε για να πουν αυτά που ήθελαν να πουν, ένας ήχος ακραίος όχι από πρόθεση, αλλά από ένστικτο.
Οι στίχοι τους ήταν σαν να διασχίζεις ένα φαράγγι τη νύχτα. To δικό του, προσωπικό φαράγγι, εκεί όπου συναντάς την άλλη σου πλευρά. Ένας σκοτεινός ρομαντισμός που χρησιμοποιούσε μια ελλειπτική αφήγηση σχεδόν μυστικιστική, μιλώντας για στιγμές αποκάλυψης, απώλεια, διαδρομές χωρίς προορισμό μέσα στους κεραυνούς και τη βροχή, νυχτερινές υποσχέσεις που γίνονταν σκόνη τα πρωί, αδυναμία και ελπίδα, τηλέφωνα που χτυπάνε και σε φρικάρουν, συννεφιασμένοι ουρανοί το ξημέρωμα, φως και σκοτάδι σε αέναη εναλλαγή, η στιγμή που βρέθηκες συνειδητά απέναντι σε ολόκληρη την κοινωνία, λυτρωτικές καταφάσεις της άρνησης και άπειρα μίλια σε κάθε είδους οδόστρωμα. Αν ο στίχος του γκαράζ πανκ ωρίμαζε χωρίς να ντρέπεται να γίνει ποιητικός και ξεχνούσε την ουτοπία της διαρκούς εφηβείας, αυτή ήταν η ιδανική εξέλιξή του. Να το πω αλλιώς, οι Dead Moon ήταν από αυτές τις μπάντες που όταν έκλεινες τα μάτια σου σε μια συναυλία τους και παραδινόσουν στη στιγμή, δεν σε κατέκλυζε μόνο η μουσική, αλλά και δύναμη της εικόνας που περιέγραφε ο στίχος. Η μέθεξη ήταν ολοκληρωμένη. Ο Fred Cole είχε την ικανότητα να φτιάχνει οριακούς αλλά ποτέ δυσάρεστους τόπους όπου μπορούσες να φανταστείς τον εαυτό σου να αντλεί δύναμη όταν όλα τα άλλα είχαν αποτύχει, όπως είχε άλλωστε αποδείξει με τη ζωή του αυτός ο «υπέροχος απόκληρος» του αμερικανικού εικοστού αιώνα. Έτσι, η σχέση του κοινού με τους Dead Moon δεν ήταν η σχέση με έναν γνωστό με τον οποίο έχεις περάσει καλά, αλλά με έναν άνθρωπο με τον οποίο μοιραστήκατε μια στιγμή όπου όλα θα μπορούσαν να είχαν χαθεί, αλλά αυτό δεν έγινε γιατί υπήρξατε ο ένας για τον άλλον.
Αυτό εξηγεί την αφοσίωση του κοινού και τον τρόπο της σύνδεσής του με το συγκρότημα. Όσοι ακολουθούσαν τους Dead Moon είχαν την βεβαιότητα πως είχαν ανακαλύψει κάτι πολύτιμο. Υπήρχε μια εκστατική ατμόσφαιρα στις συναυλίες τους, μια παράδοση, και καθώς στεκόμουν και κοιτούσα τα πρόσωπα των ανθρώπων κάτω από τη σκηνή, θυμάμαι ότι έβλεπα μια υποκατηγορία στον καθένα. Και όλοι μαζί, ήταν μια κατηγορία από μόνη της, μέσα από την διαφορετικότητα του καθενός. Ήταν ό,τι πιο περιεκτικό μπορούσες να δεις σε συναυλία. Δεν υπήρχαν “στολές”, ούτε ομοιόμορφα κουρέματα, ούτε αποκλεισμοί, ούτε ανάγκη για αναφορές. Μόνο καθαρό συναίσθημα και θεραπευτικός θόρυβος.
Ζήσαμε μαζί τους έναν ολόκληρο μήνα και κάτι μέρες, και ζήσαμε σαν αδέρφια. Οι περιοδείες (αλήθεια, πόσο παράξενο ακούγεται αυτό την εποχή της καραντίνας) σε όλες τις εποχές, είτε οι συνεννοήσεις γίνονται με αλληλογραφία και υπεραστικά τηλεφωνήματα όπως τότε είτε με mail και chat όπως τώρα, ήταν και παραμένουν δύσκολη υπόθεση, ένα εγχείρημα με άπειρες παραμέτρους που πρέπει να συγκλίνουν στη μοναδική στιγμή που θα παιχτεί η πρώτη νότα πάνω στη σκηνή. Κάναμε χιλιάδες χιλιόμετρα πάνω- κάτω στη νευρική Γερμανία της επανένωσης, παίξαμε σε μέρη παράξενα και αφιλόξενα και άλλα δεκτικά και ζεστά, οι Dead Moon μας στήριξαν όταν βρεθήκαμε στον άσσο από λάθος συνεννοήσεις, κοιμηθήκαμε στα δωμάτιά τους και ταξιδέψαμε στο βαν τους και αντίστροφα. Μοιραστήκαμε τη φροντίδα του αγαπημένου ρόντι-οδηγού-πέμπτου μέλους των Drive εκείνη την εποχή, Γιάννη «Itchubic» και σπρώξαμε το πράγμα μέχρι τα όρια και λίγο παραπάνω. Κολλήσαμε με τον Andrew, – o Fred και η Toody διαχειρίζονταν τον χρόνο τους πιο συνετά από εμάς τους κουφιοκεφαλάκηδες- και ενώ θυμάμαι τη στιγμή που τους πρωτοείδαμε στο Μόναχο, δεν θυμάμαι τη στιγμή του αποχαιρετισμού μας. Ίσως επειδή ήμουν σίγουρος ότι θα τους ξανάβλεπα. Και πράγματι, λίγο καιρό μετά βρέθηκαν στην Ελλάδα για πρώτη φορά, στην καρδιά μιας υπέροχης, δραστήριας σκηνής, αυτής των αρχών της δεκαετίας του 90 και μέσα σε λίγες ώρες είχαν γίνει μέλη της, ήταν ο Fred, η Toody και ο τρελός ο Andrew, όπως συνέβαινε όπου περνούσαν. Και από τότε ήρθαν ξανά και ξανά, διατηρώντας ζωντανό το νήμα της σχέσης τους με όλη τη σκηνή. Καταγραφή μίας από εκείνες τις πρώτες επισκέψεις και μαρτυρία, το βίντεο που το Merlin’s και η θεά τύχη φρόντισαν να φτάσει στις οθόνες σας. Ο χρόνος έχει σβήσει από τη μνήμη το όνομα του ανθρώπου που έκανε τη βιντεοσκόπηση, έτσι το μόνο που μπορούμε είναι να τον ευχαριστήσουμε.
Δημοσιεύθηκε στο για πρώτη φορά στο Merlin’s Music Box.
Εδώ μπορείτε να δείτε τη συναυλία που έδωσαν οι Dead Moon στην Αθήνα στις 28/11/1992