«Σήκω τώρα και έλα αμέσως. Είναι εδώ ο Στράμερ».
Αυτό μου είπε ο κολλητός μου ο Παντελής στο τηλέφωνο, στις τέσσερεις τα ξημερώματα, μόλις είχα γυρίσει σπίτι μου από τη δεύτερη βραδιά του Rock in Athens. Για μια στιγμή, το μυαλό μου σταμάτησε. Λίγο πριν, έβλεπα τους Clash στη σκηνή και τώρα… τι; Σε πέντε λεπτά ήμουν στην πόρτα του και χτυπούσα το κουδούνι.
Tο Rock in Athens ήρθε σε μια σημαδιακή χρονιά που δεν θα ξεχνούσαμε ποτέ. Θυμάμαι θραύσματα από εκείνες τις δύο μέρες – μια ασύλληπτα ηλεκτρισμένη ατμόσφαιρα έξω από το Καλλιμάρμαρο, κόσμο στην Βασιλέως Κωνσταντίνου από νωρίς, να συναντάω τους υπόλοιπους Drive, Winston σκληρό πακέτο και κονιάκ σε πλακέ μπουκάλι, μέσα να βρίσκω όλους τους γνωστούς και φίλους σε κατάσταση λίγο πριν τον παροξυσμό, έναν καυγά με μια άλλη παρέα που κατέληξε σε κλωτσοπατινάδα, ιδέα δεν έχω γιατί, καπνούς και δακρυγόνα απ’ έξω, εικόνες του σταδίου από τις επάνω κερκίδες, τους Stranglers με όλη τη σκηνή καλυμμένη με λευκά πανιά (πολύ μακριά από αυτό που είχα στο μυαλό μου), την εισαγωγή των Depeche Mode με τα κρουστά τους που με κέρδισε από την πρώτη στιγμή (αν και μέχρι τότε δεν ήταν του γούστου μου), την αιθέρια μηχανή των Cure με τον Ρόμπερτ Σμιθ και τα άλλα φαντάσματα, σοβαρά και μακιγιαρισμένα, τον δεύτερο κιθαρίστα τους να φοράει ένα… φέσι, τον τρομερό μπασίστα της Νίνα Χάγκεν. Όλ’ αυτά σε σκόρπιες εικόνες…
Θυμάμαι, όμως, κάθε καρέ από την οπτική και ηχητική επίθεση των Clash. Γιατί για μένα, οι Clash ήταν άλλη ιστορία! Ήταν ένα από τα συγκροτήματα που αποτελούσαν τους κρίκους της μουσικής αλυσίδας, η οποία ένωνε τις μικρές «φυλές» μας – άλλοι τέτοιοι κρίκοι ήταν οι Cramps, οι Ramones και οι Motorhead. Είχαν την επιθετικότητα και το γκάζι του πανκ χωρίς να ξεχνούν τι επίτασσε το είδος: να μην κολλάς, να επινοείς διαρκώς τον εαυτό σου και να μην κάθεσαι στιγμή στ’ αυγά σου. Επίσης, σε όλη τη διάρκεια της διαδρομής τους, άγγιξαν με υπέροχο τρόπο την σεξουαλική ενέργεια του ροκαμπίλι, το coolness της ρέγγε, την σπίντα των μοντ και τη φαντασία της σόουλ, αλλά πάνω απ’ όλα, διέθεταν αυτό το στοιχείο της κοινωνικής αφύπνισης που τους ξεχώριζε και τους έφερνε πιο κοντά σε όσα ζούσαμε τότε. Σε έκαναν να πιστεύεις πως ήταν ικανοί να βλέπουν το όραμα πέρα από τη στιγμή της έκρηξης, σε αυτό τον τόπο όπου όλα μπορούσαν να είναι δυνατά. Επιπλέον, προσπαθούσαν να σε πείσουν με το πάθος τους ότι αν πίστευες πως αυτός ο κόσμος ελευθερίας ήταν ο μόνος που σου άξιζε να ζεις, ίσως θα μπορούσες να τον κάνεις πραγματικότητα, ή τουλάχιστον να κάνεις τον υπάρχοντα λιγότερο απάνθρωπο – κάτι που ήταν περισσότερο χίπικο και λιγότερο πανκ, αλλά έτσι ήταν οι Clash, αντιφατικοί μέσα στην απολυτότητά τους. Η παγκοσμιότητα του έργου τους σε έκανε να αισθάνεσαι ότι αν και βρισκόσουν σε μια γωνιά της νοτιανατολικής Ευρώπης, συμμετείχες σε ένα παιχνίδι που παιζόταν παγκοσμίως· μοιράζονταν μαζί σου μια μυστήρια αίσθηση αποστολής για έναν καλύτερο κόσμο, στην οποία χωρούσαν όλοι: από τα εικοσάχρονα τσογλάνια του Λονδίνου και της Αθήνας μέχρι τα μαύρα-κόκκινα-κίτρινα αδέρφια των απανταχού γκέτο, από τους Σαντινίστας μέχρι τους βετεράνους του Βιετνάμ που σέρνονταν κατεστραμμένοι στους δρόμους των αμερικάνικων πόλεων, από τους μπιτ ποιητές και τους γκραφιτάδες της Νέας Υόρκης μέχρι τις κρατούμενες των γυναικείων φυλακών Κορυδαλλού, που σε ένα φωτορεπορτάζ για τη ζωή στις φυλακές που είχα δει (ή μπορεί και να μην το είδα αλλά απλώς να το φαντάστηκα), είχαν στον τοίχο του κελιού κρεμασμένη την αφίσα από το Give ‘em enough rope. Ναι, τέτοιες σκέψεις και συναισθήματα μπορούσαν να γεννήσουν μέσα σου οι Clash. Ενώ οι υπόλοιπες μπάντες και οι μουσικοί της γενιάς τους είχαν ανοιχτούς λογαριασμούς με την ιστορία του ροκ, οι Clash έδειχναν να έχουν ανοιχτούς λογαριασμούς με την Ιστορία γενικά. Και για να τους κλείσουν, χρησιμοποιούσαν δύο κιθάρες, ένα μπάσο, ένα σετ τύμπανα και μια ραγισμένη φωνή, που η οργή της έμοιαζε να δυναμώνει από την επίγνωση της ματαιότητας μιας τέτοιας προσπάθειας. Το δώρο της αφέλειας μέσα στα κυνικά, ισοπεδωμένα ΄80s, λίγο πριν ο νεοφιλελευθερισμός σαλπίσει γενική επίθεση. Η απελπισμένη κραυγή – πολεμική ιαχή του «London Calling» στοίχειωσε τη γενιά μου αλλά και τις κατοπινές, ίσως κι αυτές που δεν την άκουσαν ποτέ. Τα κίτρινα μάτια της πρέζας για τα οποία μιλάνε οι στίχοι, ήταν τα μάτια των φίλων μας. Το ποτάμι που οι Clash είδαν να ξεχειλίζει και το φώναξαν, έπνιξε όλο τον πλανήτη. Όλ’ αυτά, βέβαια, οι Clash τα βίωσαν και τα κήρυξαν σαν ροκ εν ρολ γκρουπ, σε ένα πλαίσιο κατ’ εξοχήν αντιφατικό και εύθραυστο: Η δόξα τους έγινε δημόσια, η πτώση και το δράμα τους, το ίδιο. Τελικά, κάμφθηκαν από την διαρκή προσπάθεια να πείσουν τους «από ’δω» ότι δεν ήταν ξεπουλημένοι ροκ εν ρολ νάρκισσοι και τους «από ’κει» (την μουσική βιομηχανία) ότι ήταν άξιοι διάδοχοι τιτάνων του παρελθόντος όπως οι Who. Αυτή η γαμημένη αντίφαση –στην οποία τους οδήγησαν τα πράγματα– υπέσκαψε τους δεσμούς τους, εξάντλησε τις ιδέες τους, τους οδήγησε στα όριά τους και, τελικά, στη διάλυση.
Αυτές είναι όμως μεταγενέστερες σκέψεις, οι οποίες δεν υπήρχαν όταν είδαμε τους πέντε Εγγλέζους να ανεβαίνουν στη σκηνή. Οι προφήτες από το Λονδίνο έπαιξαν λες και δεν υπήρχε αύριο. Και τι ειρωνεία, όντως δεν υπήρχε! Η συναυλία που ζήσαμε στις 27 Ιουλίου του 1985 στην Αθήνα ήταν η τελευταία τους μπροστά σε τόσο πολύ κόσμο. Αλλά το ότι έπαιξαν έτσι στο ύστατα λάιβ τους, αργότερα μου είπε πολλά για τη στόφα από την οποία ήταν φτιαγμένοι. Γιατί παρά τα στραπάτσα που είχε φάει η μπάντα, υπήρχε ατόφιο αυτό που μας είχε φέρει κοντά τους: η μουσική τους, παιγμένη με νεύρο και απίστευτη ενεργητικότητα, οι ακατέργαστες αλλά εύστοχες μελωδικές ανατροπές και το πάθος. Δεν με πείραζε που έμοιαζαν πια με κάτι πολύ μεγαλύτερο και πιο καλοστημένο από αυτό που είχαμε φανταστεί. Ούτε που σε μερικούς φίλους φάνηκαν επιτηδευμένοι, στα όρια του stadium rock. Εμένα, καμία στιγμή τους δεν μου φάνηκε ψεύτικη.
Οι Clash είχαν επικυρώσει και με το παραπάνω, λοιπόν, τους λόγους για τους οποίους τους ένιωθα τόσο δικούς μου, ακόμα και στην πιο παρακμιακή τους φάση, αν υπήρξε ποτέ κάτι τέτοιο για εκείνους (διότι εγώ προσωπικά, που όπως όλοι έχετε καταλάβει παραμένω καμένος φαν τους, δηλώνω ότι δεν υπήρξε.) Όταν τελείωσε το πανηγύρι, με θυμάμαι να φτάνω στα καφενεία της «Παραλίας» στους Αμπελόκηπους τραγουδώντας «Police and Thieves» και νιώθοντας άλλος. Απλώς, άλλος.
Μπορεί, λοιπόν, κάποιος να φανταστεί πώς αισθάνθηκα όταν είδα τον Τζο Στράμερ να κάθεται ανάμεσα στα φιλαράκια μου, στον καναπέ του φίλου μου, σε ένα σπίτι όπου είχα βρεθεί εκατοντάδες φορές. Η ιστορία είναι ότι τον είχαν πετύχει κατά την έξοδο του γκρουπ από το στάδιο μετά το λάιβ και έπιασαν κουβέντα μαζί του. Άλλωστε είναι γνωστή η σχέση που συνέδεε ανέκαθεν τους Clash με τους φανς τους – στην πρώτη τους φάση, έδιναν τα δωμάτιά τους στους φανς για να κοιμηθούν και φρόντιζαν να μην μείνει κανένας έξω από τις συναυλίες τους. Κουβέντα στην κουβέντα, ο Τζο δέχτηκε την πρόσκληση των φίλων μου να συνεχίσουν παρέα το τράβηγμα της βραδιάς, και κάπως έτσι κατέληξαν στο σπίτι όπου τους βρήκα.
Ο Στράμερ ήταν κουρασμένος αλλά στην τσίτα, έκαιγε ακόμα την αδρεναλίνη της συναυλίας. Σοβαρός αλλά όχι απόμακρος, μια ευγενική ψυχή που έδειχνε κάπως εξουθενωμένη, αλλά μια εσωτερική φλόγα τον κρατούσε σε διαρκή υπερένταση. Κάποιες στιγμές μιλούσε αργά, κάπως στοχαστικά· σαν ένας νέος άνθρωπος που βρίσκεται σε ένα κρίσιμο σταυροδρόμι της ζωής του – όπως πράγματι ήταν. Άλλες φορές ήταν χειμαρρώδης, σαν να μην προλάβαινε να πει αυτά που ήθελε. Αναφερόταν στη συναυλία αποστασιοποιημένα, λες και δεν τον αφορούσε εκατό τοις εκατό. Στα σχόλιά μας για το πόσο ωραία είχαν παίξει έμενε σιωπηλός. Όταν του είπα ότι γούσταρα πολύ τον ήχο από τις κιθάρες, με κοίταξε και μου είπε: «Nah, with Mick it was better». Του βάλαμε να ακούσει το «Midnite Hop» από κασέτα και έχω κρατήσει για πάντα τα θετικά του σχόλια. Μας ρώτησε για τα ελληνικά πανκ γκρουπ, μας είπε πώς ξεκίνησαν με τους Clash –me ‘n’ Paul ‘n’ Mick– και πόσο γούσταρε τους Depeche Mode.
Θυμάμαι ότι ένιωθα παράξενα μιλώντας μαζί του. Ήταν λες και όλη αυτή η απόσταση που μας χώριζε λίγες ώρες πριν ήταν κάτι φτιαχτό, κάτι που είχαν αποφασίσει άλλοι για μας με κίνητρα που δεν μας αφορούσαν. Και τώρα, αυτή η συνειδητοποίηση μας έκανε να μιλάμε χαλαρά, σαν δυο άνθρωποι που ξέρουν εκ των προτέρων ότι πατούν σε κοινό έδαφος. Και αυτό το έδαφος ήταν η μουσική, το ροκ εν ρολ, τα μουσικά και κοινωνικά γεγονότα που μας είχαν δώσει μια κοινή γλώσσα και ένα κοινό περιβάλλον. Όλες αυτές οι σκατοκαταστάσεις, το «κλουβί της ζωής» και η προσπάθεια να το κάνεις κομμάτια με όπλο το όραμα μιας στιγμής. Έστω κι αν εκείνος ήταν ο Τζο Στράμερ και εγώ ένας τυχαίος πιτσιρικάς από την Ελλάδα, που έβλεπε τους Clash για πρώτη φορά, και μάλιστα στα τελειώματά τους.
Η νύχτα κύλησε με κουβέντα, μουσικές και ποτά, και κάποια στιγμή, ο Τζο έκλεισε τα μάτια του και νομίζαμε ότι αποκοιμήθηκε. Πέντε λεπτά αργότερα, πετάχτηκε πάνω σαν ελατήριο και μας είπε ότι ήθελε να δει την Ακρόπολη. Είχε αρχίσει να χαράζει και η Ακρόπολη ήταν σίγουρα κλειστή, αλλά αυτό δεν είχε καμία σημασία. Μπήκαμε σε μια παλιά Μερσεντές και τσουλήσαμε στους ασημένιους δρόμους της Αθήνας ξημερώματα. Στρίψαμε στην Διονυσίου Αρεοπαγίτου, που δεν είχε γίνει ακόμα πεζόδρομος. Σταματήσαμε μπροστά από την είσοδο του αρχαιολογικού χώρου και μείναμε για λίγο να κοιτάζουμε σιωπηλοί και κόκαλο από τις μπύρες προς τον Παρθενώνα. Έπειτα στηθήκαμε για μερικές φωτογραφίες. Το φιλμ κάηκε στην εμφάνιση και δεν πήραμε ποτέ στα χέρια μας τις φωτογραφίες. Καλύτερα, ίσως.
Ξαναμπήκαμε στην κούρσα και πήγαμε στο Χίλτον όπου έμεναν οι Clash. Περάσαμε την πόρτα χαλαρά και ο Τζο πήγε στη ρεσεψιόν να ρωτήσει αν ήταν ανοιχτή η πισίνα. Όταν ο υπάλληλος του απάντησε αρνητικά, του ζήτησε να ξυπνήσει τον Μπέρνι (Ρόουντς), τον μάνατζερ του γκρουπ για να τους ζητήσει εκείνος να την ανοίξουν. Δεν άκουσα την κουβέντα του Τζο με τον μάνατζερ των Clash, αλλά όταν ο ρεσεψιονίστ του είπε ότι όλο αυτό θα έπαιρνε κάποιο χρόνο, εκείνος βαρέθηκε και μας κάλεσε στην καφετέρια του ξενοδοχείου για πρωινό. Τώρα το πράγμα έπαιρνε ξανά τις διαστάσεις της μεγα-συναυλίας, εκείνο το μέρος, το καφέ του Χίλτον, ήταν εξωφρενικό.
Εντωμεταξύ, είχαν κυκλοφορήσει οι πρώτες πρωινές εφημερίδες με τεράστιους τίτλους –ροκ και αίμα–, πιστές στην θεόπνευστη αποστολή τους για πρόκληση τρόμου στα μεσαία στρώματα, οι οποίες περιέγραφαν τις στιγμές «χάους και τρόμου» που είχαν διαδραματιστεί έξω από το Καλλιμάρμαρο. Ο Στράμερ μας έβαλε να του διαβάσουμε και να του μεταφράσουμε πρόχειρα, ενώ άκουγε με εκστατική ευθυμία. Μου έδωσε την εντύπωση ότι μέχρι εκείνη τη στιγμή δεν είχε πάρει είδηση τι είχε συμβεί. Μοιραία, η κουβέντα πήγε στην πολιτική κατάσταση στην Ελλάδα. Μιλήσαμε για λίγη ώρα για τη χούντα και την αντίσταση. Μας ρώτησε για την Μελίνα Μερκούρη και τον Αλέκο Παναγούλη. Είχε πρόσφατα διαβάσει το βιβλίο της Οριάνα Φαλάτσι «Ένας Άνδρας» που αναφερόταν στη ζωή του Παναγούλη και μας μίλησε με θαυμασμό για εκείνον. Τον ρώτησα για το «Guns of Brixton» και μας είπε για την απεργία των ανθρακωρύχων, για το πώς άλλαζε η Αγγλία με την Θάτσερ και ότι σε λίγο θα ήταν έτσι παντού («All over»).
Στο μεταξύ, στην καφετέρια είχε κατέβει η Νίνα Χάγκεν με κάποια μέλη από την μπάντα της, αλλά εμείς ήμασταν πια σαν ξεκούρδιστα ρολόγια από το ξενύχτι και οι λέξεις έβγαιναν αργά. Ήταν ώρα να φύγουμε… Σηκωθήκαμε με δυσκολία, νιώθοντας σαν ζόμπι από την κούραση, και αγκαλιαστήκαμε με τον Τζο. Ήταν μια ωραία στιγμή. Μετά βγήκαμε έξω στην Βασιλίσσης Σοφίας, ακριβώς την ώρα που ο κόσμος λούζεται από αυτό το περίεργο φως του πρωινού, το οποίο ακολουθεί μια νύχτα που ξέρεις ότι δεν θα ξεχάσεις ποτέ.
Τριάντα τρία χρόνια μετά, θυμάμαι εκείνη τη νύχτα του ’85 και νιώθω αφόρητη λύπη που ο Τζο Στράμερ δεν είναι πια εδώ. Έπειτα, προσπαθώ να παρηγορηθώ με τη σκέψη ότι άφησε πίσω του μια κληρονομιά που θα τον έκανε χαρούμενο – αλλά κανείς δεν ξέρει ποτέ αν αυτό είναι αρκετό. Η μικρή κοινή μας ιστορία δεν ήταν μια άγρια ροκ εν ρολ νύχτα με σπασμένα φρένα, αλλά μια σύντομη συνάντηση ανθρώπων και όχι ρόλων, που όποτε την φέρνω στο μυαλό μου, βάζει μέσα μου τη σχέση μουσικού-ακροατή στο πλαίσιο ισότητας και κοινής πλεύσης που της αξίζει, ακυρώνοντας αμήχανα προαπαιτούμενα, γραφικές υπερβολές και φαντασιώσεις ροκ μεγαλείου. Χαμογελάω, πιάνω το νήμα ξανά και ξανά από εκείνη την νύχτα, σκέφτομαι ότι αυτό ήταν το δώρο του Τζο που δεν με εγκατέλειψε ποτέ. Αναλογίζομαι όσα μεσολάβησαν, τα μεγάλα και τα μικρά, την πλημμύρα και τα καταφύγια, τις ελπίδες και τις ματαιώσεις. Στο μυαλό μου, κολλημένος ο τελευταίος στίχος από το «London Calling»: «And after all these, won’t you give me a smile?»
Δημοσιεύθηκε για πρώτη φορά στην έκδοση Γιώργος Τουρκοβασίλης, Rock in Athens ’85, εκδόσεις Στο Περιθώριο, Αθήνα 2018