O φίλος μου ο Landstreicher μου ζήτησε να γράψω κάτι για το πρόσφατο ταξίδι μας στο Βερολίνο και ήταν παράξενο, γιατί το Βερολίνο είναι για τους Last Drive σαν τα αγαπημένα βιβλία που διαβάζεις και ξαναδιαβάζεις κατά καιρούς και καταλαβαίνεις πού βρίσκεσαι. Βρεθήκαμε εκεί για πρώτη φορά όλοι μαζί το 1987, λυσσασμένοι πιτσιρικάδες στη πρώτη μας περιοδεία στο εξωτερικό, όταν ακόμα για να φτάσεις έπρεπε να περάσεις από ένα σωρό φυλάκια με σοβαρούς στρατιώτες διαφόρων εθνών– προσγειωνόμαστε στο Ανατολικό Βερολίνο γιατί οι αεροπορικές εταιρείες του ανατολικού μπλοκ ήταν πιο φτηνές. Η νευρική και ηδονική –τι σπάνια σύμπτωση!- ατμόσφαιρα της πόλης μας πήρε τα μυαλά: βρισκόμαστε στην πόλη των Hansa Studios όπου είχαν δημιουργήσει ο Λου, ο Ίγκι και ο Μπάουι αλώνοντας βίαια και γλυκά την εφηβική φαντασία μας, στην πόλη του τείχους για το οποίο μιλούσαν αυτοί αλλά και ο Τζόνι Ρότεν στο Holidays in the Sun. I wanna go over the Berlin Wall! Το Βερολίνο ήταν μια νησίδα παρανοϊκής δύσης μέσα στην καρδιά ενός παρανοϊκού σοσιαλιστικού παραδείσου και η αίσθηση επικείμενης ισοπέδωσης –την οποία η πόλη είχε βιώσει ήδη μια φορά και ίχνη της υπήρχαν παντού- έδινε στην ατμόσφαιρα μία διαρκώς παρούσα ανησυχία. Η πόλη που πάντα χρωστάει κάτι στην ιστορία. Ίσως αυτή είναι η γοητεία της.
Το Βερολίνο είναι η πόλη της πέτρας και του καπνού και το κοινό του ήταν σκληροπυρηνικό, δεν υπήρχε η κομψή ψυχεδελική μονταρία του Αμβούργου, αλλά δερμάτινα τζάκετ με στένσιλ και speed. Καταλήψεις και άπειρη νεολαία. Θυμάμαι τους Fuzztones και τους Vietnam Veterans, ένα μισοδιαλυμένο βαν Φολκσβάγκεν και τριήμερα δίχως ύπνο. Το Free Dirt των Died Pretty σε ατελείωτο replay. Έπειτα, το 1989, ένα μήνα πριν πέσει το τείχος, ξαναβρεθήκαμε εκεί όταν γράψαμε το Time, και το ένιωθες στην ατμόσφαιρα ότι κάτι έφτανε στο τέλος του∙ η πόλη ήταν σαν ένα συσπειρωμένο ελατήριο και όλοι –κι απ’ τις δυο πλευρές του τείχους- έδειχναν να το έχουν πάρει είδηση ότι τα πράγματα θα άλλαζαν οριστικά. Ξανά το ΄91, όταν γυρίζαμε τη Γερμανία με τους Dead Moon, το ενιαίο πια Βερολίνο ήταν μια πόλη σε κατάσταση σοκ- το παλιό ανατολικό κομμάτι ήταν μια αστική έρημος όπου έκοβαν βόλτες πρώην ανατολικογερμανοί νεοναζί και το παλιό δυτικό πνιγόταν στο ροκ του MTV. Στα χρόνια που ακολούθησαν μέσα από μερικά ταξίδια το είδα να αλλάζει και πάλι, αλλά οι εικόνες μου δεν ήταν παρά φευγαλέες απόψεις του ευρωπαϊκού juggernaut, το βλέμμα μου ήταν αποσπασματικό, τυχαίο, περισσότερα μάθαινα από τους φίλους που έμεναν εκεί.
Φέτος, 30 χρόνια από τη νύχτα που ο Χρήστος είδε στον κατάλογο του Snowball το κοκτέιλ Last Drive και αποφασίσαμε ότι αυτό θα ήταν το όνομα του γκρουπ, έφτασε η στιγμή να ξαναπαίξουμε εκεί. Να ‘μαστε λοιπόν ξανά στο Βερολίνο το 2013, με τον αμερικανικό αιώνα παρελθόν, μεγάλα παιδιά πια, αλλά με τα μυαλά στα κάγκελα από την Αθήνα της ανώφελης επιβίωσης που λέγανε και οι Exhumans, όπου η απόγνωση και η ελπίδα μπερδεύονται καθημερινά σε έναν εξουθενωτικό χορό που μας κάνει να ψηλαφίζουμε τα όριά μας, ο καθένας με τον τρόπο του. Μας υποδέχθηκαν αρχοντικά τα όμορφα παιδιά της νέας διασποράς και χαρήκαμε αφάνταστα που βρήκαμε παλιούς φίλους και Γερμανούς γκαραζόβιους και έπειτα ανεβήκαμε στη σκηνή και όλα έγιναν μια δίνη που μας κατάπιε.
Το κλαμπ ήταν κάτω από τις γραμμές του τραίνου και κάποια στιγμή μετά το live βγήκα για να πάρω μια ανάσα και από το μυαλό μου πέρασε η σκέψη ότι κάτι ζει μόνο όταν διαχέεται. Ότι όλη η ιστορία της μπάντας υπάρχει σαν ένα ταξίδι προς και από τους άλλους. Ξεκίνησε μέσα από μία αρνητικότητα που αρχικά αποτελούσε όρο για ταυτότητα και επιβίωση, έπειτα στράφηκε εναντίον μας απειλώντας να μας καταπιεί και τελικά κατέληξε σε μια αγάπη που συνεχίζει να δίνει νόημα στην κοινή μας πορεία. Ότι είναι σπουδαίο πράγμα κάθε φορά που φτάνουμε σε ένα μέρος να νιώθουμε ότι βρισκόμαστε ανάμεσα σε ανθρώπους που δεν τους έχουμε ξαναδεί αλλά ξέρουμε ότι είναι δικοί μας. Ότι τελικά αυτή η τρελή, σιωπηρή απόφαση που πήραμε από κοινού σε μια ηλικία που μόνο για αποφάσεις δεν ήμασταν δεν μας πρόδωσε, γιατί το φως στην απέναντι κορυφή φάνηκε, η άλλη πλευρά δεν έμεινε βουβή στον διάλογο που ανοίξαμε με τους εαυτούς μας και με τους άλλους μέσα από τα τραγούδια. Δεν υπήρξε τίποτε ηρωικό σε αυτά τα τριάντα χρόνια, μόνο απλά γεγονότα: Αν υπάρχουμε ακόμη, υπάρχουμε απ’ αυτό τον κόσμο που όσο σμπαραλιασμένοι κι αν ανεβήκαμε στη σκηνή, μας έκανε να βρίσκουμε ξανά τον προορισμό μας.
Στάθηκα λοιπόν έξω από το κλαμπ κάτω από τις ράγες του τραίνου, σε αυτή την αντένα της Ευρώπης που είναι το Βερολίνο, ακούγοντας αμυδρά στ’ αυτιά μου τα τύμπανα του πολέμου –ακόμα ενός- ενάντια στους πολλούς, που έχει αρχίσει να μαίνεται στην ήπειρο. Ένιωσα το χθες να πεθαίνει μέσα μου με έναν ήπιο, ανακουφιστικό σπασμό και το αύριο να επιστρέφει στη χώρα του ποτέ. Υπάρχει μία σχεδόν ιερή μελαγχολία σήμερα σε όλο τον κόσμο, λες και ζούμε όλοι σε ένα limbo που γεννάει μόνο εικονική πραγματικότητα και αποκλεισμούς -στο πάρκο του Κρόϊτσμπεργκ αντίσκηνα, στις μεγάλες λεωφόρους τουρίστες και νέοι που παλεύουν για την επόμενη μέρα, στην Αθήνα άνθρωποι που πεθαίνουν στο δρόμο και στα ανοιχτά της Μάλτας βάρκες φορτωμένες με μωρά και απελπισμένους. Ο λευκός θόρυβος της αλληλεπίδρασης ενός ηλεκτρισμένου, αεικίνητου πλανήτη, όπου η παρουσία όλων μοιάζει απαραίτητη σε όλους. Ζούμε την εποχή της ένωσής μας μέσα από τα δύσκολα ή του εκμηδενισμού∙ όλες οι υποσχέσεις αθετήθηκαν και τώρα ο κυνισμός είναι νεκρός στα πόδια της ανάγκης. Η μουσική θα είναι πάλι τα φτερά μας, όχι γιατί μας βοηθάει να δραπετεύουμε, αλλά γιατί οι κιθάρες γιόρταζαν πάντα ωραία τις νίκες και τις ήττες μας.
Αθήνα, 29/11/2013
Αναρτήθηκε για πρώτη φορά στο blog Landstreicher τον Δεκέμβριο του 2013