To Astral Weeks του Van Morrison κυκλοφόρησε δέκα χρόνια πριν γραφτούν αυτές οι αράδες, σχεδόν με ακρίβεια ημέρας. Υπήρξε ιδιαίτερα σημαντικό για μένα, γιατί το φθινόπωρο του 1968 ήταν μία άθλια περίοδος: Ήμουν σωματικά και ψυχικά ράκος, τα νεύρα μου ήταν σπασμένα και το μυαλό μου είχε πλημμυρίσει με αράχνες και φαντάσματα. Οι κοινωνικές μου επαφές είχαν αραιώσει σε σημείο απομόνωσης, η παρουσία των άλλων με έκανε νευρικό και παρανοϊκό. Περνούσα ατέλειωτα μερόνυχτα βουλιάζοντας σε μια πολυθρόνα στην κρεβατοκάμαρά μου. Διάβαζα περιοδικά, έβλεπα τηλεόραση, άκουγα δίσκους, κοίταζα το κενό. Δεν ήξερα πώς να βελτιώσω την κατάστασή μου και το πιθανότερο ήταν πως ακόμα κι αν ήξερα, δεν θα είχα κάνει τίποτα.
Το Astral Weeks θα ήταν έτσι κι αλλιώς το θεματικό αντικείμενο αυτού του κειμένου – δηλαδή, ο πιο σημαντικός ροκ δίσκος στη ζωή μου μέχρι εκείνη τη στιγμή –άσχετα με το πώς αισθανόμουν όταν κυκλοφόρησε. Όμως, στην κατάσταση που βρισκόμουν τότε, έλαβε στα μάτια μου διαστάσεις φάρου• ήταν ένα φως στις μακρινές ακτές του ζόφου. Επιπλέον, ήταν η απόδειξη ότι υπήρχε κάτι άλλο που μπορούσε να εκφραστεί καλλιτεχνικά πέρα από τον μηδενισμό και την καταστροφή (Ο άλλος “μεγάλος” δίσκος εκείνης της εποχής ήταν το White Light/White Heat). Το Astral Weeks σε έκανε να σκεφτείς ότι ο άνθρωπος που το δημιούργησε βίωνε τρομερό πόνο, πόνο που οι προηγούμενες δουλειές του Van Morrison είχαν απλώς υπαινιχθεί. Όμως, όπως στα άλμπουμ της ύστερης περιόδου των Velvet Underground, υπήρχε ένα στοιχείο λύτρωσης μέσα στη μαυρίλα, ανυπόκριτη συμπόνια για τα μαρτύρια των άλλων και ένα σπάθισμα αγνής ομορφιάς και μυστικιστικού δέους που έφτανε μέχρι την καρδιά του έργου.
Δεν ξέρω στ’ αλήθεια πόσο σημαντικό μπορεί να είναι ότι υπάρχουν πολλοί άλλοι άνθρωποι που έχουν αναφέρει παραλλαγές της δικής μου αρχικής μου επαφής με το Astral Weeks. Δεν πιστεύω ότι υπάρχει κάτι που οδηγεί τον συγκεκριμένο δίσκο σε ανθρώπους που βιώνουν σκοτεινές περιόδους στη ζωή τους. Κυκλοφόρησε σε μια εποχή που πολλά πράγματα για τα οποία πολλοί άνθρωποι νοιάζονταν με πάθος είχαν αρχίσει να σαπίζουν και το υποθαλάσσιο ρεύμα της αυτοκαταστροφής που συνόδευε εξαρχής τη σπουδαία δεκαετία του ’60 είχε αρπάξει πολλούς ανθρώπους από τους αστραγάλους και τους τραβούσε κατευθείαν στην άβυσσο• έτσι, όσο διαχρονικό κι αν είναι, τελικά ίσως το Astral Weeks είναι επίσης προϊόν της εποχής του. Καλύτερα να πιστεύεις κάτι τέτοιο, παρά απλώς να αναρωτιέσαι ποιών αραχνιασμένων θρησκόληπτων στοιχειών θα μπορούσε να είναι προϊόν ο Van Morrison.
Τρεις τηλεοπτικές εκπομπές: 1970, μια μετάδοση από το NET μιας μεγάλης συναυλίας με τρανταχτά ονόματα στο Fillmore East. Οι Byrds, οι Sha Na Na και ο Elvin Bishop έχουν κάνει ο καθένας τα δικά του. Φτάνει επιτέλους η ώρα να δούμε τρία από τα τέσσερα τραγούδια του σετ του Van Morrison, που αγγίζει την κορύφωση – όπως συνήθιζε τη συγκεκριμένη περίοδο – με το “Cyprus Avenue” από το Astral Weeks. Αφού λέει όλες τις στροφές, οδηγεί το τραγούδι, το συγκρότημα και τον ίδιο του τον εαυτό σε ένα φινάλε που από τότε έχει γίνει σήμα κατατεθέν του ίδιου και έχει μείνει κλασικό. Με εκπληκτικές δυναμικές που του επιτρέπουν να περνάει από έναν απερίγραπτα εκκεντρικό συλλαβισμό στο άκρατο πάθος μέσα σε μια στιγμή, αφήνει τα κύματα της μουσικής να τον παρασύρουν από κρεσέντο σε κρεσέντο, σταματώντας και ξεκινώντας, σταματώντας και ξεκινώντας το τραγούδι ξανά και ξανά, επιβάλλοντας παρατεταμένες μανιακές σιωπές που αιωρούνται σαν τεράστια ερωτηματικά ανάμεσα στις παύσεις και τις επανεκκινήσεις και κυριαρχεί στον χώρο μέσα από την ανόθευτη ένταση, για να φτάσει στην κραυγή: “It’s too late to stop now!” και πάνω που νόμιζες ότι το τραγούδι θα ξεχυθεί στην αίθουσα και θα κατακλύσει τα πάντα, το κόβει απότομα – το κενό μιας δολοφονημένης έκρηξης – πετάει κάτω το μικρόφωνο και αποχωρεί αγέρωχος από τη σκηνή. Πρόκειται για ένα από τα πιο διεστραμμένα πράγματα που έχω δει ποτέ να κάνει ένας περφόρμερ. Και, βεβαίως, είναι συγκλονιστικό: τα σωθικά μας έχουν δεθεί κόμπο, είμαστε στα κάγκελα και λαχταράμε λίγο ακόμα, αλλά ξέρουμε πολύ καλά ότι έχουμε δει και νιώσει κάτι.
1974, μια μεταμεσονύκτια ροκ συναυλία για την τηλεόραση: Ο Van και το συγκρότημά του βγαίνουν στη σκηνή, παίζουν μερικά τρεμάμενα ακόρντα και έπειτα για δέκα λεπτά κολλάει στη φράση “Way over yonder in the clear blue sky / Where flamingos fly.” Κανένας άλλος στίχος. Νομίζω ούτε κάποιο σόλο. Μόνο αυτές οι λέξεις, που επαναλαμβάνονται αργά ξανά και ξανά, διεσταλμένες, παραλλαγμένες με τρόπο που να θυμίζουν scat• αιωρούνται στον χώρο και έπειτα σκορπίζουν στους τέσσερις ανέμους, τις μουρμουρίζει σαν μάντρα μέχρι που γίνονται συλλαβές χωρίς νόημα κι έπειτα επιστρέφουν στο ίδιο υψιπετές όραμα καθώς ο χρόνος μοιάζει να σταματάει ολοκληρωτικά. Στέκεται εκεί με τα μάτια κλειστά, τραγουδώντας σε κατάσταση έκστασης, ενώ το συγκρότημα αιωρείται σε ανοιχτά κουρδίσματα πάνω από δικές του, απέραντες βαθυγάλαζες θάλασσες.
1977, άνοιξη-καλοκαίρι, ίδιο είδος εκπομπής: τραγουδάει το “Cold Wind in August”, ένα τραγούδι από το άλμπουμ του που έχει κυκλοφορήσει πρόσφατα με τίτλο A Period of Transition και μεταξύ άλλων περιέχει μία σημαντικά τροποποιημένη εκδοχή του τραγουδιού με τα φλαμίνγκο. Το “Cold Wind in August” είναι μπαλάντα και ο Βαν του επιφυλάσσει μία αψεγάδιαστη, τυπική ανάγνωση. Το μόνο πρόβλημα είναι ότι όλη την ώρα που τραγουδάει βαδίζει μπρος πίσω στη σκηνή σε μια ευθεία γραμμή με τα μάτια κλειστά και το μικρό κορμί του που θυμίζει πυροσβεστικό κρουνό να τινάζεται σπασμωδικά προς τα πάνω, σαν να προσπαθεί να απογειωθεί κόντρα σε κάτι που το κρατάει καθηλωμένο και θα πρέπει να είναι μια καθαρτήρια νευρικότητα που ίσως μεταδίδεται στον οπερατέρ.
Στην καρδιά όλων αυτών υπάρχει ένα ολόκληρο σύνολο από λεκτικά – αν και πολλά είναι επίσης σωματικά – τικ που έχουν σοβαρό λόγο ύπαρξης καθώς ορίζουν σε μεγάλο βαθμό το στιλ του. Βρίσκονται παντού στο Astral Weeks: Τέσσερις βεβιασμένες επαναλήψεις των φράσεων “you breathe in, you breath out” και “you turn around” στο “Beside You”; στο “Cyprus Avenue,” δώδεκα “way up on”, η λέξη “baby” που εκφέρεται δεκατρείς φορές στη σειρά και ακούγεται σαν άνθρωπος σε έκσταση που κατεβαίνει τρέχοντας μια πλαγιά για να πέσει στην αγκαλιά της αγάπης του και ο σπαρακτικός τρόπος που “τραβάει” το “one by one” στην τρίτη στροφή. Ακόμα περισσότερο στο “Madame George” όπου τραγουδάει τη λέξη “dry” και έπειτα “your eye” είκοσι φορές σε μια ελικοειδή μελωδική καμπύλη τόσο όμορφη που σου κλέβει την ανάσα, και έπειτα συντελείται αυτό: “And the love that loves the love that loves the love that loves the love that loves to love the love that loves to love the love that loves.”
Και η αγάπη που αγαπάει την αγάπη που αγαπάει την αγάπη που αγαπάει την αγάπη που αγαπάει να αγαπάει την αγάπη που αγαπάει να αγαπάει την αγάπη που αγαπάει.
Ο Van Morrison ενδιαφέρεται σε βαθμό εμμονής για το πόση μουσική ή λεκτική πληροφορία μπορεί να συμπυκνώσει σε έναν μικρό χώρο και, σχεδόν αντίστροφα, για το πόσο μπορεί να “απλώσει” μία νότα, μία λέξη, έναν ήχο ή μία εικόνα. Επιδιώκει να συλλάβει τη στιγμή, άσχετα αν πρόκειται για ένα χάδι ή για μία νευρική σύσπαση. Επαναλαμβάνει συγκεκριμένες φράσεις φτάνοντας σε άκρα που από οποιονδήποτε άλλον θα φάνταζαν γελοία, γιατί περιμένει να ξεδιπλωθεί μπροστά του ένα όραμα και προσπαθεί να το σκουντήσει όσο πιο διακριτικά γίνεται για να εμφανιστεί. Μερικές φορές καταφέρνει να το «δώσει» μέσα από τη σιωπή, πνίγοντας το τραγούδι στο μέσον της πτήσης: “It’s too late to stop now!”
Είναι η μεγάλη αναζήτηση που τροφοδοτείται από την πίστη ότι μέσα από αυτές τις μουσικές και διανοητικές διαδικασίες η φώτιση είναι εφικτή. Ή τουλάχιστον, μπορεί κάποιος να τη δει, έστω και φευγαλέα.
Όταν επιχειρεί κάτι τέτοιο, συνήθως το προσεγγίζει περισσότερο μέσα από το συναίσθημα παρά μέσα από την Αποκαλυμμένη Λέξη – ίσως ένα μεγάλο μέρος αυτού του συναισθήματος πηγάζει από την ίδια την προσέγγιση – αλλά υπάρχει πάντα και η αίσθηση του ΤΙ θα μπορούσε να γίνει αν κατανοούσαμε στ’ αλήθεια αυτή τη Λέξη• υπάρχουν φορές που η Λέξη μοιάζει να αιωρείται κάπου πολύ κοντά μας. Και υπάρχουν άλλες φορές που συνειδητοποιούμε ότι η Λέξη βρισκόταν δίπλα μας, εκεί όπου οι πιο τετριμμένες, πολυχρησιμοποιημένες φράσεις μετασχηματίζονται: Ας πάρουμε για παράδειγμα τη λέξη “love” από το “Madame George”. Μέσα από τη σχετική σιωπή, ο Λόγος: “Snow in San Anselmo”. “Εκεί βρίσκεται”, θα πει ο Van, και το εννοεί (δεν είναι γοητευτικές οι συνεντεύξεις του;) Αυτό που δεν λέει είναι ότι ο ίδιος υπάρχει μέσα στην νιφάδα του χιονιού, αποκομμένος από το τραγούδι: “And it’s almost Independence Day”.
Ίσως αναρωτιέστε πότε επιτέλους θα αρχίσω να σας μιλάω για το Astral Weeks. Εδώ που τα λέμε, υπάρχουν πολλά στο Astral Weeks για τα οποία δεν θα ήθελα καν να σας μιλήσω. Τόσο γιατί – ανεξάρτητα από το αν το έχετε ακούσει ή όχι – δεν θα ήταν σωστό από μεριάς μου να σας επιβάλω τη δική μου ερμηνεία για μία τόσο λεπτομερή και υποκειμενική εικονογραφία, όσο και επειδή σε πολλές περιπτώσεις πραγματικά δεν έχω ιδέα για τί πράγμα μιλάει. Ούτε εκείνος, άλλωστε: “Δεν με εκπλήσσει που οι άνθρωποι αντλούν διαφορετικά νοήματα από τα τραγούδια μου”, είπε σε έναν δημοσιογράφο του Rolling Stone. “Όμως δεν θέλω να δώσω την εντύπωση ότι ξέρω τι σημαίνουν τα πάντα, γιατί δεν ξέρω….Υπάρχουν φορές που αισθάνομαι αμήχανα. Κοιτάζω αυτά που έχω γράψει και νιώθω πως είναι αυτό που πρέπει, αλλά δεν μπορώ να πω με σιγουριά τί σημαίνουν”.
Να σαι λοιπόν
Να κοιτάζεις με ένα βλέμμα όλο πλεονεξία
Να μιλάς στον Huddie Leadbetter (1)
Να δείχνεις τα κάδρα στους τοίχους
Να ψιθυρίζεις στους διαδρόμους
και να με δείχνεις με το δάχτυλο
Δεν έχω την παραμικρή ιδέα τι “σημαίνει” το παραπάνω απόσπασμα, αν και σε ένα επίπεδο θα ήθελα να προσεγγίσω τη σημασία του με τρόπο τόσο έμμεσο και παρεμφατικό όσο έμμεσοι και παρεμφατικοί είναι οι ίδιοι οι στίχοι του. Γιατί έτσι κι αλλιώς τα βρίσκεις δύσκολα όταν κάθεσαι να αναλύσεις διεξοδικά το νόημα ενός απόκρυφου κειμένου και αυτό ακριβώς είναι το Astral Weeks. Αν μη τι άλλο, ένα μέρος από αυτό το “νόημα” υπάρχει στο παίξιμο του Richard Davis στο κοντραμπάσο, που συμπληρώνει τα τραγούδια και συγχρόνως συνοδεύει τη φωνή με ένα λυρισμό που υπερβαίνει τη σπουδαία μουσική ικανότητα: μεταφέρει κάτι παραπάνω από έμπνευση, την αίσθηση ότι έχει αγγιχτεί κάτι που βρίσκεται στη σφαίρα του θαυμαστού. Ολόκληρο το σύνολο – τα έγχορδα του Larry Fallon, η κιθάρα του Jay Berliner (έπαιξε στο Black Saint and the Sinner Lady του Mingus), τα τύμπανα του Connie Kay – είναι κάπως έτσι: οι μουσικοί και ο Van ακούγονται λες και ο καθένας τους όχι μόνο διαβάζει το μυαλό του άλλου, αλλά και κατοικεί εντός του. Τα πραγματικά γεγονότα θα μπορούσαν να είναι πολύ διαφορετικά. Εκείνη την εποχή ο John Cale ηχογραφούσε ένα δικό του άλμπουμ στο διπλανό στούντιο και έχει πει ότι “Ο Morrison δεν μπορούσε να δουλέψει με κανένα, έτσι τελικά απλώς τον έκλεισαν στο στούντιο ολομόναχο. Έγραψε όλα τα τραγούδια μόνο με μία ακουστική κιθάρα και έπειτα οι υπόλοιποι έπαιξαν πάνω στις ηχογραφήσεις του”.
Η ιστορία του Cale μπορεί να είναι αληθινή, μπορεί και όχι – όμως, όπως και να χει, τα γεγονότα δεν μας είναι και πολύ χρήσιμα εδώ. Είναι γεγονός ότι ο Van Morrison ήταν είκοσι δύο ή είκοσι τριών χρόνων όταν έκανε αυτό τον δίσκο• όμως πίσω του υπάρχουν ζωές ολόκληρες. Αυτό που πραγματεύεται το Astral Weeks δεν είναι γεγονότα, αλλά αλήθειες. Στο μέτρο που μπορεί να προσδιοριστεί, είναι ένας δίσκος για ανθρώπους κεραυνοβολημένους από την ίδια τη ζωή, για ανθρώπους πλήρως ισοπεδωμένους, εγκιβωτισμένους στα σώματα, τις ηλικίες και τις ζωές τους, ανθρώπους που έχουν παραλύσει από το απροσμέτρητο αυτού που μπορούν να κατανοήσουν μέσα σε μια στιγμή οράματος. Είναι ένα χάρισμα τρομερό και πολύτιμο που πηγάζει από μία δεινή αλήθεια, επειδή αυτό που αντικρίζουν είναι όμορφο και την ίδια στιγμή απόλυτα τρομακτικό: Είναι η απεριόριστη ικανότητα των ανθρώπων να καταστρέφουν ή να δημιουργούν, ανάλογα με τις ιδιοτροπίες τους. Δεν πρόκειται για μυστικισμό της ανατολής, ούτε για κάποιο ψυχεδελική οπτασία του σμαραγδένιου επέκεινα, ούτε για κάποια μποντλερική σύλληψη περί κάλλους, βρωμιάς και ασχήμιας. Ίσως όλο αυτό να συμπυκνώθηκε σε μία στιγμιαία επίγνωση του θαύματος της ζωής με τo αναπόφευκτο συμπλήρωμά της, μια φευγαλέα ματιά στην ικανότητα των ανθρώπων να πληγώσουν και να πληγωθούν.
Ακινητοποιημένος ανάμεσα στην απόλυτη έκσταση και την οδύνη. Να αναρωτιέσαι αν θα μπορούσαν να είναι το ίδιο πράγμα, ή τουλάχιστον να συνδέονται στενά. Στο “T.B. Sheets”, την τελευταία εκτεταμένη αφήγηση του πριν ηχογραφήσει το Astral Weeks, ο Van Morrison είδε το κορίτσι που αγαπούσε να πεθαίνει από φυματίωση• το τραγούδι ήταν κλειστοφοβικό, ασφυκτικό, πανίσχυρο με έναν τρόπο σχεδόν τερατώδη: «υπαινιγμοί, ανεπάρκειες, ξένα σώματα». Πολλοί άνθρωποι δεν μπόρεσαν να το αντέξουν• ο επιμελητής αυτού του βιβλίου έχει πει ότι είναι ένα σκουπίδι, αλλά νομίζω ότι απλώς τον έκανε να νιώθει λίγο σιχασιάρης. Τέλος πάντων, το θέμα είναι ότι συγκεκριμένα μέρη του Astral Weeks – το “Madame George”, το “Cyprus Avenue” – παίρνουν τον πόνο του “Τ.Β. Sheets” και ριζώνουν μέσα του ολόκληρο τον κόσμο. Επειδή ο πόνος του να βλέπεις αυτόν που αγαπάς να πεθαίνει από μία τρομερή αρρώστια μπορεί να είναι φρικτός, αλλά τουλάχιστον είναι κάτι γνωστό με τρόπο κατανοήσιμο, μετρήσιμο, μπορεί ακόμα και να οδηγήσει κάπου, γιατί υπάρχει μία ορισμένη διαδικασία: ασθένεια, παρακμή, θάνατος, πένθος, κάποιου είδους συναισθηματική ανάρρωση. Όμως ο όμορφος τρόμος του “Madame George” και του “Cyprus Avenue” υπάρχει ακριβώς στο γεγονός ότι οι άνθρωποι σε αυτά τα τραγούδια δεν πεθαίνουν: αντικρίζουμε τη ζωή στην πιο πλήρη της έκφραση και αυτό από το οποίο υποφέρουν οι συγκεκριμένοι άνθρωποι δεν είναι η αρρώστια αλλά η φύση, εκτός κι αν η φύση είναι αρρώστια.
Ένας άντρας κάθεται μέσα σ’ ένα αυτοκίνητο σε έναν δεντροστοιχισμένο δρόμο, παρακολουθώντας ένα δεκατετράχρονο κορίτσι να γυρίζει σπίτι του από το σχολείο, ερωτευμένος μαζί της χωρίς ελπίδα. Έχω σχεδόν φτάσει να παίξω μπουνιές με φίλους μου εξαιτίας της επιμονής μου στον ισχυρισμό ότι σε πολλές από τις πρώιμες δουλειές του Van Morisson το θέμα της παιδοφιλίας επαναλαμβάνεται σε βαθμό εμμονής, αλλά εδώ έχουμε να κάνουμε με κάτι που μπορεί να εκληφθεί ως κάτι τέτοιο, αλλά την ίδια στιγμή ως κάτι πολύ πιο πέρα απ’ αυτό: Την αγαπάει. Και, επειδή την αγαπάει, είναι ανίσχυρος. Τρέμει. Έχει παραλύσει. Χάνει τα λογικά του. Η φύση τον χλευάζει. Όπως μόνο η φύση μπορεί να χλευάσει τη φύση. Ή μήπως η αγάπη είναι εξαρχής κάτι φυσικό; Δεν έχει σημασία. Μέχρι το τέλος του τραγουδιού, η αφήγηση έχει λάβει χαρακτήρα παραισθητικό, εκστατικό. Η μουσική πονάει και λαχταράει καθώς ξεδιπλώνεται. Είναι ένα είδος υπέρτατου πόνου, ο πόνος του να είσαι φυλακισμένος στη θέση του παρατηρητή. Και ίσως δεν απέχει πολύ από το “T.B. Sheets”, μόνο που θα πρέπει να είναι πολύ πιο ρομαντικό και εύκολο να κάθεσαι και να βλέπεις κάποιον που αγαπάς να πεθαίνει από το να τον βλέπεις στην ακμή της νεότητας και της υγείας του και να ξέρεις ότι δεν μπορείς ποτέ μα ποτέ να τον έχεις, δεν μπορείς ούτε καν να του μιλήσεις.
To “Madame George” είναι η δίνη του άλμπουμ. Ίσως ένα από τα πιο συμπονετικά κομμάτια μουσικής που έχουν γραφτεί ποτέ, μας ζητάει, ή μάλλον όχι, φροντίζει να δούμε το χάλι αυτού που θα φανώ αρκετά ωμός για να αποκαλέσω μία ερωτομανή τραβεστί με τόσο έντονη ενσυναίσθηση που όταν ο τραγουδιστής την πληγώνει, την πληγώνουμε κι εμείς μαζί. (Ο Morrison έχει πει σε τουλάχιστον μία συνέντευξή του ότι το τραγούδι δεν έχει καμία σχέση με τραβεστί – τουλάχιστον απ’ όσο ήξερε ο ίδιος, έσπευσε να συμπληρώσει – όμως αυτά είναι μπούρδες). Η ομορφιά, η ευαισθησία, η ιερότητα του τραγουδιού βρίσκονται στο γεγονός ότι δεν υπάρχει σ’ αυτό τίποτε το εντυπωσιοθηρικό, εκμεταλλευτικό ή κραυγαλέο• από μία άποψη, ο Van έχει δίκιο όταν επιμένει ότι δεν αναφέρεται σε τραβεστί, όπως οι φίλοι μου είχαν δίκιο και εγώ άδικο όταν μιλούσα για “παιδοφιλία” – το τραγούδι αναφέρεται σε ένα άτομο, όπως όλα τα καλύτερα τραγούδια, όπως όλα τα σπουδαιότερα λογοτεχνήματα.
Το σκηνικό είναι το ίδιο με αυτό του προηγούμενου τραγουδιού – του “Cyprus Avenue” – κατά τα φαινόμενα, ένα μέρος όπου οι άνθρωποι περιπλανώνται παρασυρμένοι από την επιθυμία σε στιγμές αντιπαράθεσης με το πεπρωμένο τους, στιγμές που κάνουν τη σάρκα να ριγεί και το βλέμμα να λιποψυχά. Είναι ένας τόπος όπου τα στοιχεία της φύσης επιβάλλουν την αμείλικτη κρίση τους – ο άνεμος και η βροχή πρωταγωνιστούν και στα δύο τραγούδια – και, κατά τρόπο ενδιαφέροντα, ένας τόπος όπου οι ενήλικες υποβάλλονται στην ακόμα πιο ανελέητη κρίση των παιδιών, που και στις δύο περιπτώσεις αποτελούν ερωτικά αντικείμενα τα οποία αδιαφορούν παντελώς για τους επίδοξους ενήλικους εραστές τους. Τα αγόρια της Madame George στάζουν περιφρόνηση για εκείνη • θυμίζουν τα χαμίνια του δρόμου που φτάνουν σε σημείο να κανιβαλίσουν τον ομοφυλόφιλο εξάδελφο στο Ξαφνικά Πέρυσι το Καλοκαίρι του Tennesee Williams – απλώς γουστάρουν να περνάνε μια βόλτα από το σπίτι της George όσο υπάρχει μουσική, χαβαλές, τσάμπα ποτά και τσιγάρα και σχεδόν με χαιρεκακία φτύνουν κατάμουτρα την ίδια και την στοργή της όταν όλα τα υπόλοιπα τελειώνουν, με τον χειμώνα να ενταφιάζει τα πάντα, όχι μόνο με τον άνεμο και τη βροχή, αλλά και το χαλάζι και το χιόνι.
Αυτό που μοιάζει πιο παράξενο απ’ όλα αλλά στην πραγματικότητα δεν είναι, είναι το γεγονός ότι αυτά ακριβώς τα χαρακτηριστικά που θα έπρεπε να κάνουν την George περισσότερο αξιολύπητη – η ηλικία, το αλκοολίκι, ο τρόπος που τα παιδιά παίρνουν τα λεφτά της και ξεφτιλίζουν την αγάπη της – ξυπνούν κάτι για την George στην καρδιά του αγοριού που μιλάει στο τραγούδι. Προφανώς το αγόρι δεν έχει απλώς “fallen in love with love” ή κάτι τέτοιο, αλλά τι; Επειδή, μόνο βουλιάζοντας στις πιο αισχρές διαστροφές μπορεί ένα ανθρώπινο πλάσμα να αγαπήσει ένα άλλο για κάτι άλλο εκτός από την ανθρωπιά του: να το αγαπήσει για τις αδυναμίες του, για τα σφάλματά του και τελικά ίσως για την παρακμή του. Η παρακμή είναι ανθρώπινη• αυτό είναι ένα από τα τελικά μηνύματα που υπάρχουν εδώ, και, ό,τι κι αν λένε τα λεξικά, δεν εννοώ την απαθλίωση. Εννοώ ότι σε αυτό το τραγούδι ή σε ό,τι το ενέπνευσε ο Van Morrison είδε την απόλυτη δυνατότητα να αγαπήσεις τα ανθρώπινα πλάσματα στις απώτατες εσχατιές της οικτρότητάς του και επίσης ότι οι επιπτώσεις αυτού του γεγονότος είναι πράγματι τρομακτικές, πολύ περισσότερο από το απλό θέαμα σωμάτων που η ηλικία τα έχει ασχημύνει ή από τη φαινομενική ατοπία ενός άντρα που έχει αφιερώσει τη ζωή του στο επισφαλές στρατήγημα της προσπάθειας να μοιάσει με γυναίκα.
Μπορείς να πεις ότι για να αγαπήσεις τις ερωτήσεις πρέπει να αγαπήσεις τις απαντήσεις, πράγμα που φέρνει πιο γρήγορα το τέλος της αγάπης που έχει αγαπηθεί για να αγαπήσει την φρικτή ανισότητα της ανθρώπινης εμπειρίας που αγαπάει να λέει ότι υπερέχουμε σε σχέση με εκείνες τις χαμένες ψυχές που αγαπούν να αγαπούν την αγάπη που θα μπορούσε να είναι η ελευθερία, το τραίνο προς την ελευθερία, αλλά ποτέ δεν το παίρνουμε, προτιμάμε να χαιρετάμε γενναιόδωρα καθώς ξεμακραίνουμε από αυτούς που είναι θύματα του ίδιου τους του εαυτού. Όμως, ποιος μπορεί να πει ότι κάποιος ή κάποια που κατασπαράσσει τον εαυτό του ή τον εαυτό της δεν αξίζει την απόλυτη συμπόνια μας όσο και το πιο εξαθλιωμένο ορφανό του Τρίτου Κόσμου σε μια διαφήμιση του περιοδικού New Yorker; Μπα…όχι. Καλύτερα να προσπεράσεις τα πεσμένα κορμιά – πρόσεχε μόνο να μην τα πατήσεις, τουλάχιστον αυτό τους αποδίδει το σεβασμό που ίσως άξιζαν κάποτε. Εκεί όπου ζω, στη Νέα Υόρκη (δεν θέλω να το κάνω να φανεί πιο σκληρό απ’ όσο είναι ήδη, αλλά είναι πολύ σκληρό), όλοι όσοι γνωρίζω συχνά περνούν πάνω από κορμιά ανθρώπων που θα μπορούσαν να είναι νεκροί ή να ψυχορραγούν, χωρίς να νιώσουν πόνο. Και αναρωτιέμαι σε ποιά σκοτεινή πλεκτάνη προέκυψε αρχικά η σκέψη ότι μια τέτοια πράξη αποδίδει στα ανθρώπινα σκουπίδια τον ύστατο σεβασμό που τους αξίζει.
Υπάρχει βεβαίως ένα αιτιολογικό σκεπτικό – τι άλλο να κάνεις; – αλλά δεν χωράει περισσότερα απ’ όσα ο φόβος για την ανημποριά μας μπροστά στο πεδίο της ζωής όπως είναι στην πραγματικότητα: ένα πεδίο που εκτείνεται στην αιωνιότητα, πέρα από ορίζοντες όπου έχουμε απλώς επινοήσει. Έλα, πέθανέ το.(2) Ενώ γράφω αυτές τις αράδες, μπορώ να διαβάσω στη Village Voice τα τσιτάτα ανθρώπων που ανοίγουν σαδομαζοχιστικές λέσχες για ετερόφυλους στο Μανχάταν και λένε πράγματα όπως “Ο σαδομαζοχισμός είναι μια εξίσου έγκυρη μορφή έρωτα. Ποτέ δεν θα μπορέσουμε να καταλάβουμε γιατί οι άνθρωποι δεν μπορούν να τον αποδεχθούν”. Σε κάνει να θέλεις να πηδήξεις από το παράθυρο του πέμπτου ορόφου, αλλά δεν είναι δα και το τέλος του κόσμου• δεν είναι καν όσο άσχημα είναι τα πλήγματα που δεχόμαστε κάθε μέρα και εκλαμβάνονται περιστασιακά από όλους μας ως γεγονότα της ζωής. Ίσως όλα έχουν να κάνουν με το πόσα είσαι διατεθειμένος να υποστείς. Αν αποδεχθείς – έστω και για μια στιγμή – την ιδέα ότι κάθε ανθρώπινη ζωή είναι το ίδιο πολύτιμη και ευάλωτη με μια νιφάδα χιονιού και έπειτα κοιτάξεις ένα μεθύστακα σε κάποιο κατώφλι, πρέπει να πονέσεις μέχρι να νιώσεις σα σφουγγάρι που ρουφάει όλα τα προβλήματα όλων των υπόλοιπων φουκαράδων, μέχρι να νιώσεις κι εσύ o ίδιος φουκαράς, έτσι τραβάς τις απαραίτητες διαχωριστικές γραμμές. Σταματάς να αισθάνεσαι. Όμως ξέρεις πως τότε αρχίζεις να πεθαίνεις. Έτσι έρχεσαι σε κόντρα με τον εαυτό σου. Με πόσο απ’ αυτόν τον τρόμο μπορώ να επιτρέψω στον εαυτό μου να ασχοληθεί; Ίσως και η πιο χαζή κούκλα βιτρίνας να είναι πιο σοφή από κάποιον που απλώς αφήνει την ευαισθησία του να τον οδηγήσει να καταστρέψει όλα όσα αγγίζει – αλλά, πάλι, το να υποκλιθείς στην Madame George, το να παραδεχθείς απλώς ότι υπάρχει στ’ αλήθεια, το να χαϊδέψεις το μάγουλό της και έπειτα ίσως πεθάνεις επειδή η συνειδητοποίηση ότι πρέπει να μοιραστείς τον κόσμο μαζί της είναι εν τέλει ανυπόφορη, είναι μόνο το πρώτο βήμα. Τόσο ευτελής, τόσο εξυψωτική, τόσο αφόρητη και τόσο περιζήτητη είναι η επίγνωση ότι είσαι ζωντανός. Σε παρακαλώ, γύρνα πίσω και άφησέ με μόνο. Όταν όμως είμαστε μόνοι μαζί, μπορούμε να μιλήσουμε όσο θέλουμε για την οικουμενικότητα αυτής της αβύσσου• δεν έχει καμία διαφορά, το ανώτερο απλώς συναντάει το κατώτερο για κάποιον ψεύτη αρωγό -UNICEF για τους οικείους- έτσι ξύνεσαι και φτύνεις και βρίζεις σε ένα λυσσασμένο ξέσπασμα παραίτησης μπροστά στο αναπότρεπτο γεγονός ότι τελικά το μόνο που μπορείς να κάνεις είναι να απορρίψεις όποιον βιώνει μεγαλύτερο πόνο από σένα. Μια τέτοια στιγμή, η επόμενη ανάσα είναι προδοσία, γι’ αυτό λοιπόν εγκαταλείπεις τους αγώνες σου υπέρ των ελευθεριών, αφήνεις τη δεινοπαθούσα ανθρωπότητα να πεθάνει μέσα σε χειρότερη εξαθλίωση απ’ αυτή που γνώριζε πριν τύχει να εμφανιστείς. Αναπτέρωσες τις ελπίδες τους. Κι αυτό σε κάνει πιο άθλιο και από το πιο βρωμερό κουφάρι, πιο ελεεινό κι από τα αναιδή αγόρια που θα πήγαιναν με την Madame George για λίγα τσιγάρα. Γιατί διέπραξες το έγκλημα της γνώσης και άρα όχι μόνο προσπέρασες κάποιον που ήξερες ότι υποφέρει, αλλά και παραβίασες τον προσωπικό του χώρο, ύστατο κτήμα των αποστερημένων.
Μια τέτοια επίγνωση είναι ίσως ό,τι χειρότερο μπορεί να συμβεί σε ένα άτομο (ένα τυχερό άτομο), έτσι δεν είναι άξιο απορίας ότι ο πρωταγωνιστής του Morrison παράτησε τη Madame George και το έσκασε τρέχοντας για τον σταθμό των τραίνων, προσπαθώντας να βρεθεί όσο πιο μακριά μπορούσε από αυτό που είχε δει, να βάλει μια ολόκληρη ζωή ανάμεσα στον ίδιο και στο όραμά του. Και, δεν είναι επίσης άξιο απορίας ότι ο Van Morrison ποτέ ξανά δεν έφτασε τόσο κοντά στο να κοιτάξει κατάματα τη ζωή, ούτε ότι στράφηκε στο Tupelo Honey, ακόμα και στο Hard Nose the Highway που περιλαμβάνει μια ολόκληρη πλευρά με τραγούδια που μιλούν για φύλλα που πέφτουν. Στο Astral Weeks και το “T.B. Sheets”, αντιμετώπισε αρκετά για μια ολόκληρη ζωή. Βεβαίως, έχοντας δεχθεί κάποιος αυτό το απείρως αφυπνιστικό και εξίσου τρομακτικό δώρο από τον Morrison, δεν μπορεί να κατηγορηθεί που δεν νοιάζεται και πολύ για το Παλιό, Παλιό Γούντστοκ και για μικρές νουθεσίες όπως το “You’ve got to Make It Through This World On Your Own” και το “Take It Where You Find It.”
Από την άλλη ίσως πρέπει να τονιστεί ότι η απόγνωση, ο πόνος και η αγωνία δεν είναι τα μόνα πράγματα στη ζωή, ούτε στο Astral Weeks. Ίσως είναι απλώς τα πράγματα που μπορούμε πιο εύκολα να συλλάβουμε και να αναλύσουμε διεξοδικά, κάτι που πιστεύω πως δείχνει σε τι επίπεδο έχουν εξελιχθεί οι ψυχές μας. Είπα ότι δεν θα μείωνα τα υπόλοιπα τραγούδια του άλμπουμ προσπαθώντας να τα ερμηνεύσω και δεν πρόκειται να το κάνω. Όμως αυτό δεν σημαίνει ότι, λαμβάνοντας υπόψη τα πάντα, δεν επιβάλλεται μία αντιπαραβολή ποιητών:
Αν τολμούσα να αφεθώ στα ρεύματα
Ανάμεσα στις γέφυρες των ονείρων σου
Εκεί όπου τα στεφάνια από κινούμενο ατσάλι ραγίζουν
Και οι παράδρομοι και τα σοκάκια σταματούν
Θα μπορούσες να με βρεις;
Θα μπορούσες να μου φιλήσεις τα μάτια
και να με ξαπλώσεις απαλά στην σιωπή
Για να γεννηθώ ξανά;
Van Morrison
Η μεταξένια μου καρδιά
Είναι γεμάτη φώτα,
χαμένες καμπάνες
κρίνους και μέλισσες.
Θα φτάσω πολύ μακριά,
πιο μακριά από τους λόφους,
πιο μακριά από τις θάλασσες,
κοντά στα αστέρια,
για να ικετέψω τον Ιησού Χριστό, τον Κύριό μας
να μου δώσει ξανά τη ψυχή που είχα
παλιά, όταν ήμουν παιδί
ώριμο από τους θρύλους
με ένα καπέλο με φτερά
κι ένα ξύλινο σπαθί.
Federico Garcia Lorca
(1) Huddie William Leadbetter ήταν το πραγματικό όνομα του πρωτοπόρου των blues Leadbelly.
(2) C’ mon die it: Στίχος από το «Ballerina» του Astral Weeks
Το κείμενο δημοσιεύθηκε για πρώτη φορά στη συλλογή κειμένων με τίτλο Stranded: Rock and Roll for a Desert Island, στην οποία είκοσι ροκ κριτικοί – ανάμεσά τους οι Lester Bangs, Dave Marsh, Nick Tosches και Robert Christgeau κλήθηκαν να απαντήσουν στο ερώτημα του Greil Marcus “Ποιον δίσκο θα παίρνατε μαζί σας σε ένα ερημονήσι». Η συλλογή εκδόθηκε το 1979.
Η μετάφρασή του δημοσιεύθηκε για πρώτη φορά στο Merlin’s Music Box.