O Χάντερ Στόκτον Τόμσον γεννήθηκε στο Λούισβιλ του Κεντάκυ το 1937. Ο πατέρας του Τζακ Τόμσον ήταν ασφαλιστής, βετεράνος του Πρώτου Παγκοσμίου Πολέμου και λάτρης του μπέιζμπολ, ενώ η μητέρα του πριν το γάμο τους εργαζόταν στη Δημοτική Βιβλιοθήκη του Λούισβιλ. Συμμαθητές του από το δημοτικό σχολείο περιγράφουν ένα δραστήριο παιδί που διέθετε ευγένεια, ηγετικά χαρακτηριστικά, ξεχωριστή αίσθηση χιούμορ και ένα «ακαθόριστο» φυσικό χάρισμα, μια ικανότητα να προκαλεί στους άλλους τον ενθουσιασμό και να αποσπά την αφοσίωση. Ένα συμμαθητής του θυμήθηκε, «Όλοι συμπαθούσαν τον Χάντερ με την πρώτη». Μια δασκάλα του είχε αντίθετη γνώμη: «Ήταν ένας μικρός δικτάτορας». Σε ηλικία έντεκα χρονών στήνει μαζί με τους φίλους του μια μικρή σχολική εφημερίδα, την Southern Star.
Στο μεσοαστικό περιβάλλον του Λούισβιλ, μιας πόλη της ακμάζουσας μεταπολεμικής Αμερικής, η παιδική του ηλικία μοιάζει ειδυλλιακή: Το σπίτι τους ήταν το επίκεντρο για τους πιτσιρικάδες της γειτονιάς, πάντα γεμάτο κόσμο και δραστηριότητα. Περνούσε τα καλοκαίρια του στην κατασκήνωση της Πρεσβυτεριανής εκκλησίας στο Λίντον, στο χώρο των εγκαταστάσεων της Στρατιωτικής Ακαδημίας του Κεντάκυ. Όμως το τέλος της παιδικής του ηλικία σημαδεύτηκε από την αρρώστια και την απώλεια του πατέρα του από μυασθένεια, μία σπάνια εκφυλιστική νόσο που οδηγεί σε σταδιακή παράλυση και τελικά στον θάνατο. Το μοιραίο συνέβη όταν ο Χάντερ ήταν 14 ετών. Ας σταθούμε λίγο σε αυτό το περιστατικό: Όταν χάνεις έναν δικό σου άνθρωπο από μία σκληρή ασθένεια που κρατάει για πολύ καιρό, βιώνεις απανωτές διαψεύσεις της ελπίδας, ενώ τα αντίρροπα συναισθήματα ανακούφισης και ενοχής που συνοδεύουν το γεγονός σχηματίζουν ένα αντιφατικό δίπολο που πολύ δύσκολα εξομαλύνεται. Τέτοια αντίρροπα συναισθήματα εμφανίζονται συχνά, ακόμα σε ένα πρόχειρο σκαρίφημα της ζωής του Τόμσον. Μετά την απώλεια, η οικογένεια βρέθηκε αντιμέτωπη με σοβαρά οικονομικά προβλήματα∙ έτσι η μητέρα του και ο Χάντερ, ως μεγαλύτερος γιος της οικογένειας, αναγκάστηκαν να πιάσουν δουλειά.
Οι εφηβικές του δραστηριότητες περιλάμβαναν τη λογοτεχνία, τα σπορ και αυτό που οι ειδικοί αποκαλούν «νεανική παραβατική συμπεριφορά». Οι καλές επιδόσεις του στο μπέιζμπολ δεν μπόρεσαν να του εξασφαλίσουν μια θέση στις γυμνασιακές ομάδες, λόγω προβλημάτων διαγωγής που αντιμετώπιζε στο σχολικό περιβάλλον. Σε ηλικία 15 χρονών, έγινε δεκτός στην λογοτεχνική λέσχη Atheneum, στο «Αθήναιον» του Λούισβιλ. Η λέσχη απευθυνόταν περισσότερο σε γόνους της ανώτερης τάξης της πόλης, ενώ απαιτούσε συγκεκριμένους κανόνες ένδυσης και συμπεριφοράς. Ένα ακόμα μοτίβο που επαναλαμβάνεται συχνά στη ζωή του Τόμσον είναι αυτή η αίσθηση του διαφορετικού, του ταξικά παρείσακτου∙ στο Atheneum ο Χάντερ ήταν ένα έξυπνο παιδί δίχως όμως οικονομικές δυνατότητες, σε μία λέσχη για τα παιδιά των εκλεκτών της πόλης. Το διάστημα της παραμονής του Χάντερ στη λέσχη στιγματίστηκε και πάλι από περιστατικά ανυπακοής. Η επιθετικότητά του έβρισκε διέξοδο περισσότερο σε πράγματα, παρά σε ανθρώπους. Την πρώτη του χρονιά εκεί διάβασε μπροστά στα μέλη της λέσχης για σαράντα πέντε λεπτά ένα δοκίμιο με τίτλο «Πώς να καταστρέψετε με εμπρηστικές βόμβες ένα σχολείο σε τρία απλά μαθήματα». Τα μέλη της λέσχης το βρήκαν πολύ διασκεδαστικό. (Πόσα λίγα ήξεραν!) Συμμετείχε στην έκδοση του περιοδικού της λέσχης και διάβαζε τα πάντα – διάβαζε ασταμάτητα και του άρεσε να δανείζει τα αγαπημένα του βιβλία στους φίλους του. Ανάμεσα τους ξεχώριζαν το The Ginger Man του Τζέι Πι Ντάνλιβι, ένα αφήγημα που περιγράφει τις ερωτικές περιπέτειες ενός αμερικανού φοιτητή στο Δουβλίνο τη δεκαετία του ’40, όπως επίσης και τα βιβλία του Χένρυ Μίλερ. Είναι τα χρόνια της έκρηξης: Ο τυφώνας του ροκ εν ρολ φέρνει τα πάνω κάτω στο μυαλό και το σώμα μιας ολόκληρης γενιάς. Σε ένα δοκίμιό του με τίτλο John J. Righteous – Hypocrite διαβάζουμε: «Ασφάλεια… τι σημαίνει αυτή η λέξη σε σχέση με τη ζωή; Άραγε η ασφάλεια είναι ένας ουτοπικός στόχος ή άλλη μία λέξη για το τέλμα; Ποιος είναι πιο ευτυχισμένος, εκείνος που τόλμησε να αναμετρηθεί με την τρικυμία που λέγεται ζωή και επέζησε, ή εκείνος που προτίμησε να μείνει ασφαλής στην ακτή και απλώς υπήρξε;»
Οι εφηβικές ενοράσεις λειτουργούν συχνά ως αυτοεκπληρούμενες προφητείες και λίγους μήνες αργότερα ο νεαρός Χάντερ Τόμσον συλλαμβάνεται και καταδικάζεται σε φυλάκιση εξήντα ημερών για συνέργεια σε κλοπή. Όπως ήταν φυσικό, το γεγονός στάθηκε καθοριστικό για την εξέλιξή του και όρισε με καταλυτικό τρόπο την ήδη προβληματική σχέση του με την εξουσία, τους φορείς και τα σύμβολά της, μία στάση που αναδύεται ξανά και ξανά στην μετέπειτα πορεία του. Η πραγματικότητα είναι ότι ο Τόμσον απλώς βρισκόταν σε ένα αυτοκίνητο κοντά στον σημείο που συνέβη η κλοπή ενός πορτοφολιού, την οποία διέπραξε κάποιος από την παρέα του. Όμως ο δικαστής εξάντλησε την αυστηρότητά του πάνω στον Χάντερ ενώ τα φιλαράκια του, οι περισσότεροι παιδιά πλούσιων οικογενειών του Λούισβιλ, την έβγαλαν καθαρή∙ ένα παλιό, πικρό ρητό λέει ότι τα πλουσιόπαιδα μπλέκουν σε φασαρίες, ενώ τα λιγότερο προνομιούχα βουλιάζουν στο έγκλημα. Η περίπτωση του Χάντερ εμπίπτει στη δεύτερη κατηγορία: Τα όργανα του νόμου τον συνέλαβαν την ώρα του μαθήματος και τον πήραν από το σχολείο με χειροπέδες. Οι σχολικές αρχές του απαγόρευσαν να λάβει μέρος στις τελικές εξετάσεις, και ο Χάντερ δεν αποφοίτησε ποτέ από το Λύκειο. Μόλις βγήκε από τη φυλακή, βύθισε όλες τις βάρκες που βρίσκονταν σε ένα τοπικό λιμάνι του ποταμού Οχάιο πυροβολώντας τις κάτω από την ίσαλο γραμμή και την επόμενη μέρα κατατάχθηκε στην Πολεμική Αεροπορία των Η.Π.Α., στη βάση του Σαν Αντόνιο.
Η αίτησή του για ένταξη στο ιπτάμενο προσωπικό απορρίφθηκε, και έτσι εκπαιδεύτηκε ως ηλεκτρονικός. Όταν μετατέθηκε στη βάση του Έγκλιν, άρχισε να παρακολουθεί βραδινά μαθήματα για εξωπανεπιστημιακούς στο Πανεπιστήμιο της Φλόριντα. Επίσης, ξεκίνησε τη δημοσιογραφική του σταδιοδρομία ως αθλητικός συντάκτης στην εφημερίδα της βάσης. Αναλαμβάνοντας την κάλυψη των αγώνων της ομάδας φούτμπολ, ταξίδεψε σε όλη την Αμερική. Όταν επιχείρησε να γράψει ένα κομμάτι για την Playground News, μια τοπική αθλητική εφημερίδα, το έκανε χρησιμοποιώντας ψευδώνυμο εξαιτίας της στρατιωτικής του ιδιότητας. Τα βράδια που είχε έξοδο πήγαινε στο μπαρ Pine Top Inn, παράγγελνε μια μπύρα και έγραφε τις επιστολές του, που αργότερα θα γίνουν τα τροχιοδεικτικά βλήματα της πορείας του. Το 1958 απολύθηκε τιμητικά, έπειτα από πρόταση του συνταγματάρχη Έβανς. Στο έγγραφο της πρότασής του διαβάζουμε ένα εξαιρετικά ακριβές προφίλ του Χάντερ Τόμσον, άλλωστε ο άνθρωπος ήταν αξιωματικός της υπηρεσίας πληροφοριών: Εν ολίγοις, ο εν λόγω αεροπόρος, αν και ταλαντούχος, δεν δείχνει συμμόρφωση προς τους κανονισμούς, τις συμβουλές και την καθοδήγηση που του παρέχονται. Σε ορισμένες περιπτώσεις, η επαναστατική και αλαζονική ιδιοσυγκρασία του φαίνεται να παρακινεί άλλα μέλη του προσωπικού της βάσης σε παρόμοιες συμπεριφορές. Δεν υιοθετεί το στρατιωτικό παράστημα ούτε τον στρατιωτικό ενδυματολογικό κώδικα, και δείχνει να απεχθάνεται την υπηρεσία και να θέλει να απαλλαγεί το γρηγορότερο δυνατό».
Έτσι, στα εικοσιένα του, βρίσκουμε τον Χάντερ να εργάζεται για ένα μικρό διάστημα ως αθλητικός συντάκτης σε μία εφημερίδα της Πενσιλβάνια και στη συνέχεια να μετακομίζει στη Νέα Υόρκη. Εκεί παρακολουθεί ξανά μαθήματα για εξωπανεπιστημιακούς στην Σχολή Γενικών Σπουδών του Πανεπιστημίου Κολούμπια. Την ίδια εποχή πιάνει δουλειά στα γραφεία του περιοδικού Time ως κλητήρας και «αντιγράφει στην γραφομηχανή του τον Υπέροχο Γκάτσμπυ του Σκοτ Φιτζέραλντ και τον Αποχαιρετισμό στα Όπλα του Χέμινγουει με σκοπό να εντρυφήσει στο ύφος γραφής των δύο συγγραφέων». Φτιάχνει μια τρισέλιδη περίληψη του Γκάτσμπυ, την διπλώνει και την βάζει στην τσέπη του, όπου και μένει για χρόνια. Στις ελεύθερες ώρες του, διαβάζει beat λογοτεχνία: Κέρουακ, Μπάροουζ, Γκίνσμπεργκ, Κόρσο. Όταν ζητάει να μπει στη συντακτική ομάδα του περιοδικού, η διεύθυνση του Time τον απολύει. Την ίδια εποχή γνωρίζει την Σάντρα Ντόουν Κλόγκινγκ ή απλά Σάντυ∙ το κορίτσι σαγηνεύεται από την προσωπικότητα του Χάντερ, παρά τις προειδοποιήσεις των φίλων της για τον ηφαιστειώδη χαρακτήρα του. Τα μπερδέματα με τη δικαιοσύνη δεν σταματούν στη Νέα Υόρκη. Ένα βράδυ, ο Τόμσον μαστιγώνει τους τοίχους του δωματίου του, βγάζοντας συγχρόνως βογκητά σαν άνθρωπος σε σαδομαζοχιστικό οίστρο. Οι γείτονές του φωνάζουν την αστυνομία. Στη συνέχεια πιάνει δουλειά στην εφημερίδα Middletown Daily Report, αλλά απολύεται όταν καταστρέφει έναν αυτόματο πωλητή σε ένα εστιατόριο, ο ιδιοκτήτης του οποίου διαφημιζόταν στην εφημερίδα. Όταν ξεμένει από δουλειά, αφήνει γενειάδα και νοικιάζει ένα μικρό καλύβι κοντά στο Μίντλταουν. Ο Έρνεστ Χέμινγουεϊ ήταν πάντα ένα ίνδαλμα για τον Χάντερ, από το ξεκίνημά του μέχρι το τέλος. Συνεχίζει να κινείται στο περιθώριο της αναγνωρισμένης δημοσιογραφίας, σε αυτό τον σκιώδη κόσμο που περιλάμβανε, με τα δικά του λόγια «κάθε καρυδιάς καρύδι: από ασυγκράτητους ταραξίες που ήθελαν να κάνουν τον κόσμο χίλια κομμάτια και να τον ξαναφτιάξουν από το μηδέν, μέχρι ηλικιωμένους, κουρασμένους γραφιάδες με μπυροκοιλιές, που η μόνη τους επιθυμία ήταν να ζήσουν το υπόλοιπο της ζωής τους εν ειρήνη, προτού ένα τσούρμο τρελαμένοι κάνουν τον κόσμο χίλια κομμάτια».
Ο επόμενος σταθμός του Χάντερ Τόμσον είναι το Πουέρτο Ρίκο. Πηγαίνει στο νησί μαζί με τον φίλο του Πολ Σεμόνιν, αναζητώντας μια θέση ρεπόρτερ σε κάποια αγγλόφωνη εφημερίδα. Σε λίγο έρχεται να τους βρει η Σάντυ. Η αναζήτηση εργασίας ουσιαστικά αποβαίνει άκαρπη∙ το μόνο που καταφέρνει είναι να βρει μια προσωρινή ασχολία στην αθλητική El Sportivo, όπου γνωρίζει από κοντά τον συγγραφέα Ουιλιαμ Κένεντυ, έπειτα από ένα απειλητικό και αναιδές γράμμα που του στέλνει ζητώντας του δουλειά. («…Αν δεν με δεχθείς στην εφημερίδα, θα σου φάω το λαρύγγι και θα σου χώσω μια χρυσή πλακέτα στον πισινό…»). Όμως το Πουέρτο Ρίκο θα αποτελέσει το περιβάλλον της σύλληψης και της αρχικής συγγραφής του The Rum Diary, το οποίο θα μας απασχολήσει στη συνέχεια. Έπειτα από μία επεισοδιακή διαμονή, εγκαταλείπουν μαζί με τη Σάντυ και τον Σεμόνιν το νησί, δουλεύοντας σαν πλήρωμα ενός ιστιοφόρου, που τους πηγαίνει μέχρι τις Βερμούδες. Αδέκαροι και καραβοτσακισμένοι, γίνονται πρωτοσέλιδο στην τοπική Royal Gazette Weekly για τις περιπέτειές τους, και έπειτα από λίγο καταφέρνουν να επιστρέψουν στην Νέα Υόρκη χάρη στο έμβασμα ενός γενναιόδωρου φίλου. Τώρα όλα τα βέλη δείχνουν προς τα δυτικά: Ο Χάντερ διασχίζει με ωτοστόπ την Αμερική και φτάνει στο Μπιγκ Σερ της Καλιφόρνια, όπου εργάζεται σαν σεκιουριτάς και φροντιστής κατοικιών. Σε αυτό τον τόπο που λούζεται από την ανάσα του Ειρηνικού Ωκεανού και έχει υμνήσει και καταραστεί ο Κέρουακ, έρχεται σε επαφή με το πνεύμα της Δυτικής Ακτής. Ο Τόμσον συχνάζει στο αγαπημένο μπαρ της περιοχής, που έχει το γοητευτικό και παράξενο όνομα Νηπενθές. Η Καλιφόρνια έχει πάντα ένα ιδιαίτερο φορτίο, μια αίσθηση ανοχής και ελευθερίας που ταιριάζει γάντι στον Χάντερ. Ένας φίλος της Σάντυ φροντίζει το σπίτι του Χένρυ Μίλερ όταν αυτός λείπει στην Ευρώπη, και ο Χάντερ πηγαίνει εκεί λαθραία για να «πάρει τη μυρωδιά», όπως λέει ο ίδιος. Εκεί, στην Καλιφόρνια, δίνει και την τελική μορφή στο «Rum Diary», το οποίο θα χρειαστεί να περάσουν κοντά σαράντα χρόνια για να εκδοθεί. Έπειτα από ένα περιπετειώδες ταξίδι, στη Λατινική Αμερική, φτάνει στο Ρίο Ντε Τζανέιρο, για να δουλέψει στις αγγλόφωνες εφημερίδες. Είναι το χρονικό σημείο που ο δημοσιογράφος Μίκαλ Γκίλμπορ τοποθετεί την αρχή της σχέσης του με τα ναρκωτικά. Ξεκινώντας με φύλλα κόκας και αμφεταμίνες όταν μια κρίση δυσεντερίας τον αναγκάζει να απέχει από το αλκοόλ, τα βάζει στη ζωή του για τα καλά. Πνίγεται από οργή για την αδυναμία του να αποκτήσει μία μόνιμη εργασιακή σχέση με κάποιο έντυπο, οργή που βρίσκει την διέξοδό της στην ενασχόληση με τα όπλα, ένα εγγενές στοιχείο της βορειοαμερικανικής κουλτούρας. Τότε χάνει τα μαλλιά του. Νιώθει στριμωγμένος στη γωνία, υπάρχουν φορές που φέρεται βίαια στη Σάντυ.
Το 1965 το περιοδικό The Nation αναθέτει στον Τόμσον να γράψει ένα άρθρο για τους Αγγέλους της Κόλασης, τη συμμορία μηχανόβιων που η δράση τους έχει λάβει στα αμερικανικά Μ.Μ.Ε. διαστάσεις Αποκάλυψης. Μετά τη δημοσίευσή του, ο Τόμσον αγοράζει μια BSA Lightning 650 και αποφασίζει να περάσει ένα χρόνο μαζί με τους Αγγέλους, με σκοπό να καταγράψει διεξοδικά την εμπειρία του. Το αποτέλεσμα είναι το βιβλίο Hell’s Angels: The Strange and Terrible Saga of the Outlaw Motorcycle Gang. Πρόκειται για ένα δύσκολο αλλά απόλυτα επιτυχημένο εγχείρημα, μία πρωτότυπη μείξη δημοσιογραφικής έρευνας, χρονικού μιας αναζήτησης και προσωπικής μαρτυρίας. Είναι η εποχή που επιχειρείται μία όσμωση ανάμεσα στους Αγγέλους και τους φορείς της αντικουλτούρας της Δυτικής Ακτής∙ ένας συγκερασμός που επιτελείται σε σκηνές συναυλιών, ταξίδια με Harley και οργιώδεις συνάξεις σημαδεύει τη Δυτική Ακτή αλλά είναι καταδικασμένος να αποτύχει∙ τα υλικά είναι εντελώς ετερόκλητα. Ο Χάντερ καταγράφει αυτή την εποχή, συμμετέχει στα λυσεργικά πάρτι στο Λα Όντα του Κεν Κέσεϊ –του συγγραφέα της «Φωλιάς του Κούκου»- κάνει παρέα με τον Άλεν Γκίσνμπεργκ, ανασαίνει την ατμόσφαιρα των σίξτις και τα αρχικά σκιρτήματα του χιπισμού στην πιο ιδανική του εποχή, προτού εκφυλιστεί σε ακίνδυνη, γραφική παρέκκλιση, τότε που είναι ακόμα γεμάτος υποσχέσεις και ανατρεπτικές δυνατότητες. Όμως το τέλος του εγχειρήματός του επιφυλάσσει μία δυσάρεστη έκπληξη. Οι Άγγελοι θεωρούν ότι ο Χάντερ προσπάθησε να τους εκμεταλλευτεί με σκοπό το κέρδος, του ζητούν ένα μέρος από τα δικαιώματα του βιβλίου (οι ίδιοι νομίζουν ότι πρόκειται για εκατομμύρια δολάρια), τον τσακίζουν στο ξύλο και τον στέλνουν στο νοσοκομείο. Όμως ο Τόμσον στο βιβλίο του δείχνει ότι έχει καταφέρει να φτάσει στη σπηλιά του θηρίου: Καταγράφει το φαινόμενο απεκδύοντάς το από το ψέμα και την υπερβολή που του επιφύλασσαν τα Μ.Μ.Ε. της εποχής, υπογράφοντας μία υποδειγματική έρευνα και συγχρόνως ένα σχεδόν μυθιστορηματικό προσωπικό αφήγημα που αλλάζει το τοπίο της αμερικανικής δημοσιογραφίας όπως είναι γνωστή μέχρι τότε ενώ συμμετέχει στη δημιουργία ενός νέου είδους: Αυτού που ονομάστηκε «Νέα Δημοσιογραφία» και όρισε τον λόγο του είδους για τα χρόνια που θα ακολουθήσουν. Μέσα από την προσωπική συμμετοχή, τοποθετεί το φαινόμενο στις αληθινές του διαστάσεις ισορροπώντας θαυμάσια ανάμεσα στο βίωμα και την καταγραφή, εξερευνά τις κοινωνικές και ιστορικές καταβολές, αναγνωρίζει στα πρόσωπα των μηχανόβιων όχι αυτούς που παραιτούνται από το κοινωνικό παιχνίδι, αλλά αυτούς που δεν μπορούν να συμμετάσχουν σε αυτό, ως φύσει και θέσει παρείσακτοι μιας κοινωνίας αποκλεισμών. «Είμαστε το 1% φίλε, το 1% που δεν χωράει πουθενά και δεν του καίγεται καρφί». Και μοιραία, ανάμεσά στην αγέλη τους αναγνωρίζει τον εαυτό του. Ακριβώς επειδή το βλέμμα του είναι ένα βλέμμα «από τα μέσα», δεν χαρίζεται στο αντικείμενό του, εντοπίζει τα όμορφα (την αδιαπραγμάτευτη αγάπη για την ελευθερία, την ιδιαιτερότητα και τη λυσσαλέα αποφασιστικότητα να ζήσεις με τους δικούς σου όρους), αλλά και τα άσχημα (την αναπαραγωγή των κυριαρχικών σχέσεων, τον σεξισμό και τον τελικά αντιδραστικό χαρακτήρα του φαινομένου). Επεξεργάζεται το κείμενο λέξη-λέξη σε μια εξαντλητική προσπάθεια να αποδώσει κάτι που σε τελική ανάλυση, τον αφορά. Όπως λέει ο ίδιος, «Οι Άγγελοι και εγώ είχαμε πολλά κοινά, αλλά εγώ ήξερα ένα κόλπο παραπάνω: Μπορούσα να γράφω». Και όταν περιγράφει την εμπειρία του ξυλοδαρμού του, χρησιμοποιεί τα λόγια του Κουρτζ από την «Καρδιά του Σκότους» του Τζόζεφ Κόνραντ: Ο τρόμος… ο τρόμος…
Μ’ αυτά και μ’ αυτά, η επιτυχία του Hell’s Angels ανοίγει επιτέλους τις πόρτες που ο Τόμσον χτυπάει εδώ και καιρό. Αρχίζει να συνεργάζεται με γνωστά περιοδικά, και την ίδια εποχή παντρεύεται τη Σάντυ και αποκτούν το μοναδικό τους παιδί, τον Χουάν Φιτζέραλντ. Σειρά έχει η επιστροφή στην Καλιφόρνια. Σε αυτό το σημείο αξίζει να αναφερθεί ένα ανέκδοτο περιστατικό∙ σε μια προσπάθεια να ερευνήσει τα αίτια της αυτοκτονίας του Έρνεστ Χέμινγουεϊ καταλήγει να κλέψει τα κέρατα μιας άλκης που κοσμούν την πόρτα της καλύβας του μεγάλου συγγραφέα.
Οι καιροί είναι ταραγμένοι∙ η ιστορία γνωρίζει φάση επιτάχυνσης. Όταν αναλαμβάνει να καλύψει το συνέδριο του Δημοκρατικού Κόμματος στο Σικάγο το 1968, συμμετέχει βεβαίως στις διαδηλώσεις και γνωρίζει από πρώτο χέρι την αστυνομική βαρβαρότητα. Να τι λέει ο ίδιος για την εμπειρία του: «Για μένα, εκείνη η εβδομάδα στο Σικάγο ήταν πολύ χειρότερη ακόμα και από το χειρότερο ταξίδι με παραισθησιογόνα για το οποίο έχω ακούσει να μιλούν. Άλλαξε για πάντα τη χημεία του εγκεφάλου μου, και η πρώτη ιδέα που μου κατέβηκε στο μυαλό –όταν τελικά ηρέμησα- ήταν η αδιαπραγμάτευτη πεποίθηση ότι δεν υπήρχε καμία περίπτωση προσωπικής εκεχειρίας με ένα έθνος που μπορούσε να εξυφάνει μια τέτοια κακοήθη τερατωδία σαν τα γεγονότα του Σικάγο και να είναι περήφανο γι’ αυτό. Ξαφνικά μου φάνηκε επιτακτική ανάγκη να στριμώξω αυτούς που είχαν καταφέρει να πάρουν την εξουσία και να τα προκαλέσουν». Αυτή η ανειρήνευτη μάχη δεν έπαψε ποτέ. Με το δόγμα «πρώτα πυροβολείς και μετά ρωτάς» να κυριαρχεί σήμερα στις σχέσεις αστυνομίας-πολιτών στην Αμερική και όχι μόνο, η δήλωσή του γίνεται μία κρίσιμη προφητεία.
Το 1970 θεωρείται το έτος γένεσης της «γκόνζο» δημοσιογραφίας, όπως χαρακτηρίζεται το στυλ του Χάντερ από τη δεκαετία του ΄70 και κατόπιν. Χαρακτηριστικά της η άκρατη υποκειμενικότητα, η μετάβαση του δημοσιογράφου από τη θέση του παρατηρητή σε αυτή του συμμέτοχου στα γεγονότα, η απουσία γραμμικής αφήγησης. «Κανείς δεν ξέρει τι ακριβώς σημαίνει ο όρος, αλλά αυτό που εννοώ είναι ότι κάθε άρθρο μπορεί να γίνει ένα αποτελεσματικό εργαλείο πολιτικής προπαγάνδας», λέει ο ίδιος. Όταν ο εκδότης του ζητάει να καλύψει την ιπποδρομία του Κεντάκυ, ο Χάντερ, αντιμέτωπος με την αμείλικτη διορία παράδοσης και χωρίς κάποιο κείμενο με συνεκτική αφήγηση στα χέρια του, δεν διστάζει να σκίσει τις σελίδες από το σημειωματάριο – ημερολόγιό του, να τις αριθμήσει και να τις στείλει στο περιοδικό που τις δημοσιεύει αυτούσιες. Πρόκειται μια καίρια τομή ανάμεσα στη δημοσιογραφία και τη μυθοπλασία, μια αναρχική αφήγηση δίχως αρχή, μέση και τέλος, ένα παράξενο σμίξιμο ανάμεσα στην ρευστή διήγηση του Χέμινγουεϊ και την cut-up τεχνική του Μπάροουζ. Αυτή η στροφή του Χάντερ ολοκληρώνεται στο επόμενο βιβλίο του, το Fear and Loathing in Las Vegas, στα ελληνικά «Φόβος και Παράνοια στο Λας Βέγκας».
Και πάλι, η αφορμή για τη συγγραφή του είναι η κάλυψη ενός αθλητικού γεγονότος, αυτή τη φορά ενός αγώνα για μοτοσικλέτες ανώμαλου δρόμου. Συγχρόνως ο Γιαν Βένερ, παλιός γνώριμος του Χάντερ και διευθυντής του Rolling Stone, του αναθέτει να ερευνήσει τη δολοφονία από αστυνομικούς του μεξικανοαμερικανού δημοσιογράφου Ρούμπεν Σάλαζαρ. Η συνέντευξη με τον δικηγόρο του Σάλαζαρ, Οσκαρ Ζέτα Ακόστα, μετατρέπεται σε ένα ταξίδι των δυο τους στο Λας Βέγκας –την καρδιά του αμερικανικού ονείρου- μέσα σε ένα αυτοκίνητο γεμάτο κάθε είδους ναρκωτικά. Το ταξίδι αλλάζει προορισμό όταν στον Χάντερ ανατίθεται να καλύψει ένα συνέδριο της αστυνομίας σε κάποιο ξενοδοχείο του Βέγκας. Έτσι βρίσκει την ευκαιρία να καταγράψει τις πιο σκοτεινές πλευρές της χαμένης πλέον υπόθεσης που ονομάζεται αμερικανικό όνειρο. Ο Τόμσον είναι ο Ραούλ Ντιούκ, αλλάζει περσόνα, γίνεται ένας άλλος άνθρωπος, μια εποχή που ήθελε να ξεφύγει στ’ αλήθεια: Η οικογενειακή του ζωή πηγαίνει απ’ το κακό στο χειρότερο, έχει πατήσει για τα καλά τα τριάντα και νιώθει το απειλητικό ρίγος του τέλους της νεότητας. Η ιστορία μοιάζει να εξελίσσεται περισσότερο στο μυαλό του Τόμσον, παρά στον κόσμο που τον περιβάλλει, αλλά συγχρόνως είναι όσο αληθοφανής μπορεί να γίνει μια αφήγηση. Το βλέμμα του βιβλίου, όσο παραμορφωμένο, γίνεται διαυγές σαν κρύσταλλο όταν περιγράφει τον εκφυλισμό του κινήματος της αντικουλτούρας μέσα στη ναρκογενή δίνη. Εδώ δεν υπάρχει η χίπικη ανάταση, μόνο σκοτεινή απελπισία. Την ίδια εποχή, σε ένα άρθρο του για τον Los Angeles Free Press σχετικά με αφορμή τον θάνατο του φίλου του Λάιονελ Όλεϊ:
«Φτηνιάρικος, χίπικος καπιταλισμός που χαμογελάει δείχνοντας απειλητικά τα δόντια του… διαχέεται σε όλη αυτή τη νέα σκηνή… ενώ το νέο κύμα άνθιζε, οι μπάτσοι κυνηγούσαν τον Λένι Μπρους μέχρι που τον έστειλαν στον τάφο. Για “προσβολή των ηθών”… και ο κόσμος –ο μοναδικός που έχουμε για να ζήσουμε- ελέγχεται από ένα ηλίθιο απόβρασμα από το Τέξας. (εννοεί τον Λίντον Τζόνσον). Έναν παθολογικό ψεύτη, που έχει την πιο άσχημη οικογένεια σε όλη τη χριστιανοσύνη…………………. Και η Καλιφόρνια… εκλέγει έναν κυβερνήτη που μοιάζει σαν να έχει ξεπηδήσει μέσα από ένα πίνακα του Τζορτζ Γκροζ… τον Ρόνι Ρίγκαν, την Ελπίδα της Λευκής Δύσης…κάτι που σου φέρνει ανατριχίλα… Η γενιά του Λήρυ, η γενιά των επίδοξων dropouts. H γενιά των «φτιαγμένων». Μια θορυβώδης κανιβαλιστική παράσταση όπου οι καλύτεροι τσακίζονται για τους χειρότερους λόγους, και οι χειρότεροι κάνουν κομπόδεμα κατασπαράζοντας τους καλύτερους…. Προμότερς, καθάρματα, μπάτσοι της Δίωξης, απατεώνες. ..Οι ξύπνιοι πλουτίζουν, ενώ τα ζώα είτε συλλαμβάνονται ή θάβονται δια παντός δεμένοι χειροπόδαρα με ολέθρια συμβόλαια».
Τον επόμενο χρόνο, ο Τόμσον αναλαμβάνει να καλύψει τις προεκλογικές εκστρατείες των δύο διεκδικητών της προεδρίας των Η.Π.Α., του Ρίτσαρντ Νίξον και του Δημοκρατικού αντιπάλου του Τζορτζ ΜακΓκόβερν. Η στροφή του στην πολιτική δημοσιογραφία δεν εγκαταλείπει την υποκειμενική, κοφτερή ματιά που τον διακρίνει. Ο Ρίτσαρντ Νίξον, εκπρόσωπος μιας Αμερικής που ο Χάντερ μισούσε, γίνεται μία κούκλα βουντού όπου ο Τόμσον λατρεύει να μπήγει τις καρφίτσες του. «Πρεζάκηδες της πολιτικής» είναι ο δηλητηριώδης όρος που χρησιμοποιεί για τους γραβατοφορεμένους διαχειριστές της εξουσίας. Ο επιμελητής των βιβλίων του εκείνης της εποχής, Douglas Brinkley, δίνει μια εύστοχη περιγραφή: «Ο Πόλεμος Χαρακωμάτων ήταν η ειδικότητά του∙ η μάχη, η μούσα του∙ η κατεδάφιση η απόλαυσή του». Όταν του ζητούν να γράψει κάτι για την πτώση του Νίξον το 1974, ο Χάντερ αδυνατεί, όταν όμως ο Νίξον πεθαίνει το 1994, δεν συμμετέχει στην ωραιοποίηση που συνήθως επιφυλάσσουν οι νεκρολογίες ακόμα και στους χειρότερους: «Ο Νίξον ήταν ένα φτηνός απατεώνας και ένας ανελέητος εγκληματίας πολέμου που σκότωσε περισσότερους ανθρώπους με τους βομβαρδισμούς στο Λάος και την Καμπότζη απ’ όσους άνδρες έχασε ο αμερικανικός στρατός σε όλο τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο∙ επιπλέον, επέμενε να αρνείται το συγκεκριμένο γεγονός μέχρι την ημέρα που πέθανε. Όταν οι φοιτητές στο Πανεπιστήμιο του Κεντ στο Οχάιο διαμαρτυρήθηκαν για τους βομβαρδισμούς, συνέπραξε στη σφαγή τους από μέλη της Εθνοφρουράς. Ίσως κάποιοι πουν ότι λέξεις όπως απόβρασμα και σάπιος δεν έχουν θέση στην αντικειμενική δημοσιογραφία – αυτό μπορεί να είναι αλήθεια, αλλά έτσι χάνουν την ουσία. Αυτό ακριβώς το δόγμα της δήθεν αντικειμενικότητας επέτρεψε στον Νίξον να τρυπώσει στον Λευκό Οίκο». Ο Χάντερ Τόμσον παραμένει ένας ριζοσπάστης ελευθεριστής, ένα ακραιφνής υπέρμαχος της Διακήρυξης της Ανεξαρτησίας που ξιφουλκεί εναντίον κάθε αποβράσματος που την παραβιάζει, στηρίζοντας την καριέρα του στο φόβο και την εξαπάτηση. Το 1965, σε ένα γράμμα του προς τον φίλο του Πολ Σεμόνιν, εκφράζει τον σεβασμό του στους Βιομηχανικούς Εργάτες του Κόσμου, ή Wooblies όπως έγιναν γνωστοί, το μαχητικό εργατικό συνδικάτο που οι αγώνες του έχουν σημαδέψει την λαϊκή αμερικανική ιστορία. Όπως είπε εύστοχα κάποιος, στην πολιτική σκέψη του Τόμσον, ο Κάρολος Μαρξ και ο Τόμας Τζέφερσον συνδέονται με μία διαλεκτική σχέση. Με απόλυτο τρόπο, επισημαίνει σε ένα γράμμα του προς τον Ουίλιαμ Κένεντι : «Έχω καταλήξει στο συμπέρασμα ότι το σύστημα της ελεύθερης αγοράς είναι το μεγαλύτερο κακό στην ιστορία των ανθρώπινων θηριωδιών». Την ίδια στιγμή, ο Τόμσον, ο μεγάλος αντιφατικός, είναι θιασώτης του δικαιώματος ελεύθερης οπλοφορίας και δεν παύει ποτέ να λατρεύει τα σπορ, αρθρογραφώντας σε αθλητικές εφημερίδες με τον δικό του, ιδιαίτερο τρόπο.
Το 1974 του ανατίθεται να καλύψει το “Rumble in the Jungle” τον τελικό για τον τίτλο βαρέων βαρών στην πυγμαχία ανάμεσα στον Τζορτζ Φόρμαν και τον Μοχάμεντ Άλι, που έγινε στη Κινσάσα του Ζαΐρ. Ο Χάντερ, μέσα σε μια ναρκογενή μέθη, ξεμένει στο ξενοδοχείο και χάνει το γεγονός. Κενό.
Υπάρχει ένα απόσπασμα από την Τέχνη του Πολέμου του Σουν Τζου που κατά τη γνώμη μου εκφράζει με επιτυχία την πορεία του Τόμσον μετά τα μέσα της δεκαετίας του ‘70: Στις στρατιωτικές επιχειρήσεις, το σημαντικό είναι η ολοκληρωτική νίκη∙ αν μειωθούν οι δυνάμεις σου και αμβλυνθεί η δύναμή σου μέσα από τις παράπλευρες απώλειες και την κούραση της μάχης, θα εξαντληθείς. Η διαρκής μάχη του Χάντερ είναι πράγματι εξαντλητική, και αυτά που παλιότερα τον βοηθούσαν στο γράψιμο, τα ναρκωτικά και το αλκοόλ, γίνονται με το πέρασμα του χρόνου βαριές τροχοπέδες. Ο Χάντερ είναι πλέον ένα αμερικανικό σύμβολο∙ το έργο του έχει βρει μια θέση στον κανόνα της αμερικανικής δημοσιογραφίας, όμως έχει εγκλωβιστεί στην περσόνα που δημιούργησε ο ίδιος και αναπαρήγαγαν πρόθυμα τα μέσα, και παρότι παραμένει βιτριολικός και συνεχίζει να εξελίσσει το στιλ του, η στιγμή που τον ώθησε να σηκώσει το ανάστημά του μέσα στον κυκεώνα της ψευτιάς έχει πια περάσει για πάντα, οι σημαίες έχουν υποσταλεί και ο αμερικανικός αιώνας οδεύει προς το τέλος του. Αποσύρεται στο Άσπεν του Κολοράντο, όπου φτιάχνει εκεί ένα μικρό βασίλειο της ιδιοτροπίας, το ανάκτορο ενός κοσμοπολίτη αναχωρητή με ένα τεράστιο πόστερ του Τσε Ερνέστο Γκεβάρα στην κουζίνα. Βάζει υποψηφιότητα για σερίφης του Άσπεν και χάνει την εκλογή για τετρακόσιους ψήφους. Εκδίδει δύο συλλογές με επιστολές που καλύπτουν την περίοδο 1955-1976 (The Proud Highway και Fear and Loathing in America). Καταπιάνεται με γεγονότα και καταστάσεις της παραμορφωμένης Αμερικής και τα μεταμορφώνει σε απολαυστικά αφηγήματα (έχει πάντα την ικανότητα να αγγίζει την καρδιά του συμβάντος, το σημείο που η πραγματικότητα φλέγεται με μία υπέροχη και καταστροφική λάμψη, και να παραμένει εύστοχος, με το χιούμορ του ολοζώντανο. Με κάποιο τρόπο, μέσα στην Αμερική που βαδίζει ολοταχώς προς μία νέα εποχή ανελευθερίας θυμίζει μοναχικό καβαλάρη που πολεμάει για τα δικαιώματα που διατυπώθηκαν από τους επαναστάτες του 1776. Όπως λέει ο φίλος και συνεργάτης του Ραλφ Στέντμαν, ο Τόμσον είναι ένας γνήσιος απόγονος των σκαπανέων του Κεντάκυ. Όμως η περίοδος που ακολουθεί είναι το δικό του μεγάλο «χαμένο σαββατοκύριακο», στο οποίο παραπαίει∙ μια αδηφάγα δίνη από ναρκωτικά, μπέρμπον, όπλα, μοτοσικλέτες, πυροβολισμούς μέσα στη νύχτα παρορμητικές εκλάμψεις και φίλους, πάρα πολλούς φίλους με ή χωρίς εισαγωγικά. Το Fear and Loathing in Las Vegas γίνεται ταινία, και ακολουθεί το Rum Diary. Ο Τόμσον είναι σύμβουλος και στις δύο.
Όταν ξεσπάει ο πόλεμος κατά της «τρομοκρατίας» στις αρχές της νέας χιλιετίας, ο Χάντερ για μια ακόμη φορά δεν μασάει τα λόγια του: Το βασίλειο του φόβου, όπως είναι ο τίτλος ενός βιβλίου του για εκείνη την εποχή, είναι εδώ: «Οι πύργοι έπεσαν, έχουν γίνει σωροί από ματωμένα ερείπια, μαζί με όλες τις ελπίδες για ειρήνη στους καιρούς μας, στις Ηνωμένες Πολιτείες ή οπουδήποτε αλλού. Μην έχετε αμφιβολίες: Είμαστε σε πόλεμο –με κάποιον- και θα μείνουμε σε πόλεμο για όλη την υπόλοιπη ζωή μας. Αυτός ο πόλεμος θα είναι θρησκευτικός, κάτι σαν χριστιανική τζιχάντ, που πυροδοτείται από το θρησκευτικό μίσος και θα έχει και από στα δύο στρατόπεδα πωρωμένους φανατικούς για επικεφαλής. Θα είναι ένας ανταρτοπόλεμος σε παγκόσμια κλίμακα, χωρίς γραμμές μετώπου και χωρίς αναγνωρίσιμο εχθρό. Θα τιμωρήσουμε κάποιον γι’ αυτή την επίθεση, αλλά είναι δύσκολο να πω ποιος ή τι θα γίνει κομμάτια γι’ αυτό. Ίσως είναι το Αφγανιστάν ή το Ιράκ ή το Πακιστάν, μπορεί και τα τρία ταυτόχρονα…Η νίκη δεν είναι εγγυημένη – για κανέναν, και σίγουρα όχι για κάποιον που βρίσκεται σε τέτοια σύγχυση όπως ο Τζορτζ Μπους…» Η τεχνική γραφής του Τόμσον, το κίνητρο που γίνεται ουσία, δεν έχει να κάνει με τη δομή του λόγου, όσο με την λυσσασμένη, ανειρήνευτη στάση του απέναντι στην ανελευθερία και την υποκρισία.
Το τελευταίο έργο του Χάντερ είναι ο τρόπος που διάλεξε για να φύγει από τη ζωή. Όλα τα χρόνια της κραιπάλης έχουν εξαντλήσει το σφρίγος του. Εξουθενωμένος από τα συσσωρευμένα προβλήματα υγείας που μετασχηματίζουν την οργή του σε απελπισία, χάνει ένα-ένα τα στηρίγματά του. Όμως δεν χάνει το βέβηλο, απελευθερωτικό, δηλητηριώδες χιούμορ του: «Ποιος ξέρει;» γράφει σε μία επιστολή προς ένα φίλο. «Μπορεί να ζήσω μέχρι τα 144 και το μυαλό μου να γίνεται όλο και πιο κοφτερό κάθε μέρα που περνάει. Για κάποιους, αυτό θα ήταν ανυπόφορο. Χριστούλη μου! Φαντάζεσαι τι εφιάλτης θα ήταν να νιώθεις ότι γλιστράς θολωμένος σε κώμα, ότι σου τρέχουν τα σάλια όταν πας να μιλήσεις και δεν μπορείς να θυμηθείς ποιος ήταν ποιος καθώς οι αναμνήσεις σου πλέουν σε μια τρομερή σύγχυση και για όλη την υπόλοιπη ζωή σου σε στοιχειώνουν ξαφνικά φλας μπακ του Μουσολίνι και του Πάμπλο Καζάλς στο Παρίσι, ή μάλλον στο Σεν Λούις ή στην Ταγγέρη μέσα στην ομίχλη του χειμώνα, ή μάλλον όταν ο ήλιος γινόταν πορτοκαλής πάνω από την ακτή του Μπιγκ Σερ και βούλιαζε στην Κίνα και κάποιος που ήταν ή ο παππούς σου ή ο Μικ Τζάγκερ σου χάιδευε τα παπάρια». Σχεδόν καθηλωμένος στο καταφύγιό του στο Άσπεν, δυσκολεύεται να κινηθεί, καταλήγει σε αναπηρική καρέκλα και αισθάνεται πίκρα που τον συντρίβει όταν σε ένα πάρτυ ενός κολλητού του δεν μπορεί να ανέβει τα σκαλιά για την ταράτσα και μένει στο κάτω μπαρ, πίνοντας και μονολογώντας. Ανάμεσα στους ψιθύρους, ξεχωρίζει μια επαναλαμβανόμενη φράση: «Έχει φτάσει η ώρα μου». Όπως γράφει ο επιμελητής του Ντάγκλας Μπρίνκλεϊ, η αυτοκτονία ήταν ο άσος που έκρυβε στο μανίκι του ο Χάντερ, αλλά ήταν Άσος Μπαστούνι. Ο ήρωάς του, ο Χέμινγουέϊ, έδειχνε τον δρόμο.
Έτσι, στις 20 Φεβρουαρίου του 2005, έπειτα από ένα “θερμό” τηλεφώνημα με την σύντροφό του Ανίτα, ο Χάντερ Στόκτον Τόμσον δίνει τέλος στη ζωή του με ένα πιστόλι Κολτ των σαράντα πέντε χιλιοστών. Το τελευταίο βιβλίο που διάβασε ήταν η Καρδιά του Σκότους του Τζέιμς Κόνραντ, για άλλη μια φορά. Αυλαία.
Το πρώτο έργο του Χάντερ Τόμσον που έπεσε στα χέρια μου ήταν το Hell’s Angels. Χαρτόδετο, με την πλάτη από το μπουφάν ενός τσοπερά με τα «χρώματα» των Αγγέλων στο εξώφυλλο, υποσχόταν πολλά. Ήξερα το όνομά του από τις αναζητήσεις μου στην αντικουλτούρα του ΄60, αλλά ήταν αλήθεια πως οι λιγοστές αναφορές που είχα βρει στη γλώσσα μας για τον συγγραφέα δεν μου έλεγαν και πολλά. Μιλάμε για την εποχή πολύ πριν από το Ίντερνετ, όταν τα άρθρα του Rolling Stone δεν ήταν αναρτήσεις στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης, αλλά σκονισμένες σελίδες σε ελάχιστα περίπτερα του κέντρου της Αθήνας. Το Hell’s Angels μου είπε περισσότερα απ’ όσα υποσχόταν ο τίτλος του, δεν αναφερόταν μόνο στους παλικαράδες με τις Harley που γοήτευαν την εφηβική μου φαντασία αλλά μιλούσε για το πώς κατασκευάζεται μία απειλή στα μάτια της πλειοψηφίας και για το πώς μία ομάδα μπορεί να διατηρεί τους δικούς της κώδικες μέσα σε ένα εχθρικό περιβάλλον, ενώ συγχρόνως μου πρόσφερε άπειρες πληροφορίες για την Αμερική του ’60, οι οποίες κέντρισαν την φαντασία μου με προκλητικό και δημιουργικό τρόπο. Το διάβασα ξανά και ξανά. Η ροή του κειμένου με αιχμαλώτιζε. Και η Αμέρικα που περιέγραφε ήταν συγχρόνως πολύ κοντά αλλά και πολύ μακριά από την Αμέρικα του Τζέρυ Ρούμπιν, του Άμπι Χόφμαν, του Τίμοθυ Λήρυ, ακόμα και του Tομ Γουλφ. Αυτοί ήταν οι δρόμοι που είχαμε τότε για να γνωρίσουμε την Αμερική των μικρών ονείρων μας. Συγχρόνως, καταλάβαινες ότι ο τύπος που το έγραφε ήταν μεγάλο αληταριό και δεν είχε αυτό το μπλαζέ στυλ γραφής ορισμένων εκπροσώπων της γενιά των beat που μερικές φορές μου φαίνονταν σαν να προσπαθούσαν επί τούτου να γίνουν δυσνόητοι ή ακαταλαβίστικοι, πράγμα που μου φαινόταν πολύ εξεζητημένο και μου έδινε και στα νεύρα εδώ που τα λέμε. Ο Χάντερ δεν είχε καμία διάθεση να σε κάνει να σπας το κεφάλι σου για να καταλάβεις τι ήθελε να πει. Ο ρυθμός που προέκυπτε από την άμεση κατανόηση καταλάμβανε ισότιμη θέση με τα άλλα είδη ρυθμών του κειμένου, τη μουσικότητα και την ευελιξία του. Είχα ήδη μια επαφή με την κουλτούρα των Αγγέλων μέσα από την αυτοβιογραφία του Freewheelin Frank –εξέχουσας μορφής του παραρτήματος των Αγγέλων του Σαν Φρανσίσκο- την οποία είχα πετύχει σε ένα παλαιοβιβλιοπωλείο στο πρώτο μου ταξίδι που έκανα ποτέ στο Λονδίνο, αλλά εδώ υπήρχαν πολλά περισσότερα∙ δεν υπήρχε καμία διάθεση εξωραϊσμού, το πράγμα ήταν συναρπαστικό από μόνο του. Έτσι λοιπόν άρχισα να ψάχνω περισσότερα για τον Χάντερ και τον κόσμο του, και τότε έπεσα πάνω στο Fear and Loathing in Las Vegas.
Εκείνη την εποχή ήμουν βυθισμένος στις πρώτες άγαρμπες ψυχεδελικές εξάρσεις του γκαράζ πανκ και είδα μια παράξενη συγγένεια με τον τρόπο που προσέγγιζε ο Χάντερ το ταξίδι με τα ψυχοδηλωτικά. Εδώ δεν είχες μπροστά σου την λυτρωτική, υπερβατική εμπειρία που υμνούσε ο Τίμοθυ Λήρυ αλλά ένα διαρκές, ανελέητο φρικάρισμα που σου έκοβε τα γόνατα και σε έκανε να παραδέρνεις ανάμεσα στον εφιάλτη και την πραγματικότητα, καταλήγοντας στην παραδοχή ότι υπάρχουν φορές που τα ταξίδια τέτοιου είδους μπορούν να σε στείλουν κατευθείαν πάνω στα βράχια. Μια αλήθεια που έλειπε από την αντίληψη ότι τα ψυχεδελικά ήταν η απάντηση σε όλα τα προβλήματα του κόσμου, η οποία ποτέ δεν μου φάνηκε βάσιμη. Εδώ δεν υπήρχε καμία διάθεση εξωραϊσμού. Η ψυχεδελική εμπειρία μπορούσε να είναι ένα πάρα πολύ άσχημο ταξίδι. Τελεία. Την επόμενη μέρα από την ανάγνωση του βιβλίου η ζωή σου αποκτούσε μια δραματική αίσθηση, λες και «ένα κοπάδι πύθωνες μπορούσε να πεταχτεί ανά πάσα στιγμή από τη γωνία και να σου επιτεθεί». Κάτι πολύ πιθανό, ακριβώς επειδή αυτό ακριβώς είναι τα ψυχοδηλωτικά, εκφράζουν αυτό που κρύβεις μέσα σου και όταν λες ότι το μόνο που μπορούν να σου προσφέρουν είναι φώτιση και ανακούφιση από τα δεινά της ζωής, σε κάποιον λες ψέματα, πρώτα απ’ όλα στον εαυτό σου. Από την πρώτη κιόλας σελίδα, από την πρώτη φράση του βιβλίου, ένιωθες το παραμύθι να γκρεμίζεται σαν κτίριο υπό ελεγχόμενη κατεδάφιση: «Βρισκόμασταν κάπου κοντά στο Μπάρστοου, στις παρυφές της ερήμου, όταν τα ναρκωτικά άρχισαν να παίρνουν το πάνω χέρι. Με θυμάμαι να λέω κάτι σαν: “Νιώθω λίγο ζαλισμένος. Καλύτερα να οδηγήσεις εσύ..”, όταν ξαφνικά ολόγυρά μας ακούστηκε ένας τρομερός ορυμαγδός και ο ουρανός γέμισε από ιπτάμενα πλάσματα που έκαναν κάθετες εφορμήσεις και βουτούσαν σκληρίζοντας γύρω από το αυτοκίνητο, το οποίο έτρεχε, με εκατόν εξήντα και την κουκούλα κατεβασμένη με προορισμό το Λας Βέγκας. Και μια φωνή να ουρλιάζει: “Χριστέ μου! Τι είναι όλα αυτά τα καταραμένα ζώα;” Έπειτα, ξανά ηρεμία. Ο δικηγόρος μου είχε βγάλει το πουκάμισό του κι έχυνε μπίρα στο στήθος του για να επιταχύνει τη διαδικασία του μαυρίσματος».
Ακόμα και αυτός που δεν αντέχει την γραφή του Τόμσον, οφείλει να παραδεχθεί ότι το Φόβος και Παράνοια στο Λας Βέγκας είναι ένα ειλικρινές βιβλίο∙ είτε το αγαπάς είτε το μισείς από την πρώτη σελίδα. Μοιάζει να έχει γραφτεί σε μια σειρά από σπασμούς, δεν μπορώ να το χαρακτηρίσω αλλιώς. Μέσα στις σελίδες του, σαν ύφαλοι σε μια φουρτουνιασμένη θάλασσα, εμφανίζονται δυσοίωνες συμβουλές (Σκότωσε το σώμα και το κεφάλι θα πεθάνει), στίχοι από τραγούδια του Ντίλαν (Ωωωω μάμα.. έφτασε στ΄ αλήθεια το τέλος;), μότο της Εθνικής Συνδιάσκεψης Εισαγγελέων (Αν δεν γνωρίζεις, έλα να μάθεις… Κι αν γνωρίζεις, έλα να διδάξεις), επεξηγηματικές σημειώσεις του επιμελητή που κάνουν τα πράγματα χειρότερα (Σε αυτό το χρονικό σημείο ο δόκτωρ Ντιούκ μοιάζει να έχει καταρρεύσει ολοκληρωτικά), δηλώσεις αποποίησης ευθύνης (Το όνομα του… παραλείπεται κατόπιν επιμονής του δικηγόρου του εκδοτικού οίκου), εικόνες της υπερσυντηρητικής Αμερικής (Μοχάμεντ Άλι: “Δεν έχω τίποτε να χωρίσω με τους Βιετκόγκ” – Μάλιστα. Τσίμπα πέντε χρονάκια), τo Αμερικανικό Όνειρο, (που βρίσκεται στο καζίνο Σέρκους Σέρκους, κάτω από του Σαράντα Ιπτάμενους αδελφούς Καραζίτο και τα τρία κορεάτικα γατάκια που κάνουν ακροβατικά). Αλλά και αποκαλυπτικές ενοράσεις για τον συγκεκριμένο χωροχρόνο∙ δύσκολα θα μπορούσες να βρεις πιο περιεκτικές και συμπυκνωμένες κουβέντες για μια εποχή που λένε ότι αν την θυμάσαι δεν την έζησες. Οι χαρακτήρες – άραγε μπορούν να ονομαστούν χαρακτήρες αυτά τα χαοτικά σύνολα αντιφατικών συναισθημάτων και αναφορών;- χάνονται και ξαναβρίσκονται από την πρώτη μέχρι την τελευταία σελίδα, η αφήγηση χοροπηδάει σπασμωδικά από το ένα πρόσωπο στο άλλο, σαν άνθρωπος που έχει πάρει φωτιά. Και ανάμεσα σε όλα αυτά, εσωτερικοί μονόλογοι που λάμπουν με ένα παράξενο φως: Μου είναι αδύνατον να αντισταθώ στον πειρασμό να παραθέσω δύο αγαπημένες παραγράφους, που τις διαβάζω ξανά και ξανά, γιατί τις βρίσκω αξεπέραστες:
«Παράξενες μνήμες από αυτή τη νευρική νύχτα στο Λας Βέγκας. Πόσα χρόνια έχουν περάσει; Πέντε; Έξι; Μοιάζει με ολόκληρη ζωή, ή τουλάχιστον με μια εποχή που ανήκει πια στην ιστορία, μ’ ένα αποκορύφωμα που δεν πρόκειται να ξαναζήσεις ποτέ. Το Σαν Φρανσίσκο στα μέσα της δεκαετίας του ’60 ήταν ένα πολύ ιδιαίτερο χωροχρονικό σημείο για να αποτελείς μέρος του. Ίσως να σήμαινε κάτι… ίσως πάλι τελικά όχι… Αλλά καμία εξήγηση, καμία σύνθεση μουσικής, λόγου ή αναμνήσεων δεν μπορεί ν’ αγγίξει αυτή την αίσθηση του ότι γνώριζες πως βρισκόσουν εκεί, ζωντανός, στη συγκεκριμένη γωνία του χρόνου και του κόσμου. Ό,τι κι αν σήμανε αυτό…
«Δύσκολα μπορεί να μάθει κανείς την πραγματική ιστορία με όλες αυτές τις πληρωμένες μαλακίες που μένουν τελικά, αλλά, ακόμα και χωρίς να είμαστε σίγουροι για την ιστορία, μοιάζει εντελώς λογικό να σκεφτούμε ότι από καιρό σε καιρό μια ολόκληρη γενιά φτάνει σε μια παρατεταμένη υπέροχη έκλαμψη για αιτίες που εκείνη τη στιγμή κανείς δεν αντιλαμβάνεται και οι οποίες αργότερα ποτέ δεν εξηγούν αυτό που πραγματικά συνέβη».
Υπάρχουν εκπληκτικές σκηνές στο Fear and Loathing, ακραία στιγμιότυπα που καμία ταινία δεν θα μπορούσε να αποδώσει. Ένας διαρκής τρόμος μπροστά στην επικείμενη καταστροφή, σύλληψη ή θάνατο, μια προσπάθεια να κρατηθούν τα προσχήματα ενώ οι ήρωες γίνονται παρανάλωμα από την υπερβολική χρήση κάθε λογής ουσιών. Ο αντιφατικός Χάντερ ξανά, το αγόρι με το αλήτικο μυαλό και το ευγενικό παρουσιαστικό. To βιβλίο τονίζεται από τα υπέροχα σκίτσα του Ραλφ Στέντμαν, που οπτικοποιούν τον ναρκογενή εφιάλτη.
Ο Peter Whitmer, στο βιβλίο του με τίτλο “When the going gets weird, the weird gets going” και υπότιτλο “Α Very unauthorized biography of Hunter Thompson” –μία βιογραφία που εκδόθηκε με τον Χάντερ εν ζωή – διακρίνει μια άμεση διακειμενική σχέση ανάμεσα στο Fear And Loathing και τον
Great Gatsby του Σκοτ Φιτζέραλντ -όπως είδαμε, ένα από τα πιο αγαπημένα έργα του Χάντερ: Το Αμερικανικό Όνειρο που είναι το περίβλεπτο διακύβευμα στα δύο βιβλία (Το Fear and Loathing έχει τον υπότιτλο Ένα Άγριο Ταξίδι στην Καρδιά του Αμερικανικού Ονείρου), οι ταξικές διαφορές και το χρήμα ως μοναδικό μέσο υπέρβασής τους, η παράνοια της καθεστηκυίας τάξης που φτιάχνει νόμους σαν κι αυτούς που ισχύουν στη Νεβάδα όπου η ποινή για την πώληση μαριχουάνας επισύρει ποινή ισοβίων ενώ η πορνεία είναι μία καθ’ όλα νόμιμη ασχολία ή μάλλον αγορά με τους δικούς της εσωτερικούς κανόνες όπως η αγορά μετοχών ή ομολόγων. Άλλα στοιχεία που ταυτίζονται: Το μέγεθος των βιβλίων (και τα δύο είναι 182 σελίδες στις αρχικές τους εκδόσεις) το τραγούδι που ο Γκάτσμπυ ζητάει από τον καλεσμένο του να παίξει στο πιάνο το οποίο στο Fear and Loathing γίνεται το «Sympathy for the Devil» των Stones που ακούει συνέχεια ο Χάντερ, το λαμπερό West Egg που γίνεται το Λας Βέγκας. Το αυτοκίνητο είναι και στα δύο βιβλία το σύμβολο του φευγαλέου αμερικανικού ονείρου και το μέσο για να αδράξεις την ελευθερία∙ όταν ο υπάλληλος του γραφείου ενοικιάσεων αυτοκινήτων προτείνει στον Ραούλ Ντιουκ να νοικιάσει μια Mercedes, η αντίδρασή του είναι αξεπέραστη: «Μπας σου μοιάζω για κανένας γαμημένος ναζί;… Θέλω ένα αληθινό αμερικανικό αμάξι, αλλιώς τίποτα!»
Κράτησα λοιπόν στη βιβλιοθήκη μου το Fear and Loathing σαν ένα αριστούργημα της λογοτεχνίας της αντικουλτούρας που όμως δεν έμοιαζε με κανένα άλλο. Δεν ξεχάστηκε, απλώς περίμενε εκεί σε κάποια γωνία του μυαλού μου, σαν μια βινιέτα από έναν κόσμο με τον οποίο ταυτιστήκαμε τόσο έντονα που νομίσαμε ότι τον ζήσαμε. Η αλήθεια είναι πως δεν περίμενα ποτέ ότι το βιβλίο αυτό θα μεταφραστεί στα ελληνικά.
Αγαπητές φίλες και αγαπητοί φίλοι, φαντάζεστε την χαρά και την έκπληξή μου όταν ο Νίκος Τράντας, τότε υπεύθυνος ξένης λογοτεχνίας των εκδόσεων Πατάκη, μου ανέθεσε την μετάφρασή του Fear and Loathing, χωρίς να γνωρίζει τη σχέση μου μαζί του. Το γεγονός ότι είχε γυριστεί σε ταινία, είχε διευκολύνει την απόφαση της έκδοσης, όπως συμβαίνει συχνά στα εκδοτικά πράγματα. Συνέβη σε μία από τις χειρότερες περιόδους της ζωής μου, την άνοιξη του 1998, και πραγματικά με βοήθησε να βγω από τον λάκκο με τα φίδια με πολύ δημιουργικό τρόπο. Αυτή η μετάφραση άλλαξε το τοπίο μέσα μου και γύρω μου, και αισθάνομαι αληθινά τυχερός γι’ αυτό.
Ένα χρόνο αργότερα, πάλι στους δρόμους του Λονδίνου, είδα σε μια βιτρίνα το χαμένο όνειρο του Πουέρτο Ρίκο: Το Rum Diary, το βιβλίο που είχε γράψει στις αρχές της δεκαετίας του ‘60 ο Hunter για το διάστημα που πέρασε στο νησί της Καραϊβικής αναζητώντας μία θέση στις τοπικές εφημερίδες, είχε βγει από το συρτάρι του βρισκόταν μπροστά μου με σελίδες και εξώφυλλο (όπως λέμε σάρκα και οστά).
Το αγόρασα πάραυτα και το ρούφηξα το ίδιο βράδυ στο ασφυκτικό δωμάτιο του λονδρέζικου ξενοδοχείου μου με τις βρώμικες μοκέτες.
Προχωράμε ανορθόδοξα, γυρίζουμε προς τα πίσω, από το Λας Βέγκας του ’70 πάμε στο Πουέρτο Ρίκο του ‘58. Ο Ραούλ Ντιουκ είναι τώρα Πολ Κεμπ, η Σάντυ είναι η Σενόλτ και ο Σεμόνιν είναι ο Γίμον. Οι χαρακτήρες μοιάζουν να κινούνται με ψυχαναγκαστική επιμονή σε μια θάλασσα από ρούμι και μπίρα, σε σημείο που δεν καταλαβαίνεις αν η δημοσιογραφική τους ιδιότητα είναι ένα ζητούμενο ή ένα τέχνασμα για να μπορέσουν να κάνουν τη ζωή που κάνουν. Όπως είπαμε προηγουμένως, εκείνη την εποχή ο Χάντερ είχε αποδράσει από τη Νέα Υόρκη, ψηλαφίζοντας την επόμενη φάση της περιπέτειας: Τo Μεθυσμένο Ημερολόγιο είναι μία μπερδεμένη ιστορία έρωτα, προδοσίας και αλκοόλ, μία ακόμα συλλογή από αυτοβιογραφικές βινιέτες, άλλο ένα αμερικανικό στιγμιότυπο. Αυτή τη φορά είναι μία «αποικία», το Πουέρτο Ρίκο στα τέλη της δεκαετίας του ΄50, ένας τόπος που ετοιμάζεται να δεχθεί την εισβολή της τουριστικής ανάπτυξης και να αποκτήσει την ταυτότητα της δυτικής ομογενοποίησης. Ο Πολ Κεμπ είναι ένας τυχοδιώκτης δημοσιογράφος, που τον προσεγγίζουν οι μελλοντικοί επενδυτές για να γράψει άρθρα που θα τους βοηθήσουν να αλώσουν το νησί: «Στους δημοσιογράφους ποτέ δεν έλειψαν τα δωρεάν ποτά, γιατί οι λωποδύτες ψοφούσαν για δημοσιότητα… Πληρωνόμουν είκοσι πέντε δολάρια την ημέρα για να καταστρέψω τον μοναδικό τόπο όπου είχα αισθανθεί γαλήνη τα τελευταία δέκα χρόνια… βρισκόμουν εδώ μόνο και μόνο επειδή είχα μεθύσει και με είχαν συλλάβει, και έτσι είχα γίνει ένα πιόνι στα παιχνίδια αξιοπιστίας κάποιων υψηλά ιστάμενων….. Όσο κι αν ήθελα όλα αυτά τα πράγματα και χρειαζόμουν χρήματα για να τα αγοράσω, υπήρχε ένα κολασμένο ρεύμα που με έσπρωχνε προς την αντίθετη κατεύθυνση… Αυτή η εξοργιστική ψευδαίσθηση ότι ένας άνδρας μπορεί να ζήσει με αξιοπρέπεια χωρίς να χρειάζεται να ξεπουλιέται σαν τον Ιούδα…. Τελικά μέθυσα και πήγα για ύπνο» Δεν υπάρχει ίχνος ηθικισμού εδώ, αλλά «μέσα από τις σελίδες του βιβλίου αναδύεται ένας βαθύς, ανυπόκριτος ανθρωπισμός, ο οποίος βασίζεται στην αποδοχή και την ουσιαστική κατανόηση του Αλλου, που δυσκολεύεται κανείς να βρει ακόμη και σε κλασικά αριστουργήματα», όπως πολύ εύστοχα έγραψε η Εύη Καρκίτη στην κριτική της για την ελληνική έκδοση του βιβλίου στον Αγγελιαφόρο της Θεσσαλονίκης. Ανάμεσα σε διαδηλώσεις για την ανεξαρτησία του Πουέρτο Ρίκο, κατοίκους του νησιού οργισμένους με τους αλαζονικούς γιάνκηδες, κοκορομαχίες, αμερικανούς τουριστικούς πράκτορες και εργολάβους που προετοιμάζουν την ισοπεδωτική εισβολή των αμερικανικών κεφαλαίων, οι ήρωες παραπαίουν σε ένα υπαρξιακό κενό που μερικές φέρνει στο νου την πυρετώδη αδράνεια του Καμύ, ενώ το εκρηκτικό τέλος μοιάζει με το ξέσπασμα μια θηλυκής θεότητας που χάνεται σε ένα ηδονικό ολοκαύτωμα. Είναι υπέροχο να βλέπεις τον Χάντερ να περιγράφει τη Σενόλτ, μιλώντας γι’ αυτήν μόνο όπως θα μπορούσε να μιλάει ένας ερωτευμένος για το αντικείμενο του πόθου του: «Είχε υπέροχο, μικροκαμωμένο κορμί και ανυπόμονη στάση που μαρτυρούσε την ενέργεια που έκρυβε μέσα της». Περιμένετε: «Φορούσε ένα λευκό μπικίνι και τα μαλλιά της έφταναν μέχρι τη μέση. Τώρα δεν υπήρχε πάνω της τίποτε που να θυμίζει γραμματέα∙ έμοιαζε με άγριο και αισθησιακό παιδί που σε όλη του τη ζωή δεν είχε φορέσει τίποτε άλλο εκτός από δυο λωρίδες λευκό ύφασμα και ένα ζεστό χαμόγελο. Ήταν μικρόσωμη, αλλά το σχήμα του σώματός της την έκανε να μοιάζει ψηλότερη∙ δεν είχε το λεπτό ασχημάτιστο κορμί που έχουν συνήθως οι μικροκαμωμένες κοπέλες, αλλά μια σαρκώδη στρογγυλάδα γεμάτη γοφούς, μπούτια, στήθια και μακρυμάλλικη θαλπωρή».
Η γραφή εδώ είναι πολύ περισσότερο βατή από το παραλήρημα του Fear and Loathing, η αφήγηση θυμίζει Χέμινγουεϊ δίχως εξάρσεις, -είναι το δεύτερο μυθιστόρημα του Χάντερ και αποτίει φόρο τιμής στο ίνδαλμά του- τα συγγραφικά τεχνάσματα λείπουν, δεν είναι αναγκαία. Όμως υπάρχει χιούμορ, πολλές φορές ανελέητα σαρκαστικό, που δεν χαρίζεται στο συνάφι που ανήκει και ο ίδιος ο Τόμσον: «Κάλυπταν όλο το φάσμα, από εκ φύσεως ταλαντούχους ή έντιμους επαγγελματίες μέχρι κάτι εξαχρειωμένους και αποτυχημένους που δεν μπορούσαν να συντάξουν ούτε το κείμενο μιας καρτ ποστάλ. Ανάμεσά τους υπήρχαν ψυχοπαθείς, φυγάδες και επικίνδυνοι αλκοολικοί, ένας κουβανός διαρρήκτης που κουβαλούσε όπλο κάτω από τη μασχάλη του, ένας μεξικανός παιδόφιλος μειωμένης διανοητικής ικανότητας, νταβατζήδες, παιδεραστές και άλλα ανθρώπινα έλκη κάθε είδους – οι περισσότεροι εργάζονταν ελάχιστα, ίσα για να εξασφαλίσουν μερικά ποτά και ένα αεροπορικό εισιτήριο….. Συχνά ορκιζόταν ότι αν όλοι οι άνθρωποι που είχαν δουλέψει για την εφημερίδα όλα εκείνα τα χρόνια τύχαινε να βρεθούν μπροστά στο θρόνο του Παντοδύναμου και να του διηγηθούν τις ιστορίες τους, τα χούγια τους, τα εγκλήματα και τις διαστροφές τους, ο Θεός ο ίδιος θα έπεφτε κάτω τραβώντας τα μαλλιά του. Στην καλύτερη περίπτωση ήταν απλώς αναξιόπιστοι και στην χειρότερη μεθύστακες, βρώμικοι και φερέγγυοι όσο μια κατσίκα». Πρώιμος, ακατέργαστος Χάντερ στα καλύτερά του.
Και πάλι, η ανάθεση της μετάφρασης προέκυψε όταν το Μεθυσμένο Ημερολόγιο έγινε ταινία. Ήταν το δεύτερο βιβλίο του Χάντερ που μετέφρασα. Όταν ο φίλος και συνοδοιπόρος Τάσος Νικογιάννης μου ζήτησε να το μεταφράσω για τις εκδόσεις Οξύ, ήξερα ότι θα βίωνα μια απολαυστική εμπειρία, και αυτό ακριβώς συνέβη. Διαβάζοντας ξανά τα δύο βιβλία, μπορώ να δω πόσο έχει αλλάξει και η δική μου γλώσσα μέσα στα χρόνια που μεσολάβησαν, μια πολύτιμη επισκόπηση καθώς τα γλωσσικά μας εργαλεία ακολουθούν το περιβάλλον και τις μεταπτώσεις μας, σαν αλάνθαστος (και αμείλικτος) δείκτης της εξέλιξής μας.
Πάντα ένιωθα ότι η Αμερική είχε δύο πρόσωπα – το σκοτάδι ενάντια στο φως, η συντήρηση και η μισαλλοδοξία ενάντια στην πίστη στην ελευθερία και τους ανοιχτούς ορίζοντες. Ήταν η χώρα των ληστοβαρώνων αλλά και του Ουόλτ Ουίτμαν, του Έντγκαρ Τζέι Χούβερ αλλά και του Χένρυ Ντέιβιντ Θορώ, του στρατηγού Κάστερ αλλά και του Τρελού Αλόγου και του Τζον Μπράουν, της οικογένειας Μπους αλλά και του Λέοναρντ Πέλτιερ, της Κουξ Κλουξ Κλαν αλλά και των Μαύρων Πανθήρων. Όλη της η ιστορία, από την στιγμή που ο Κολόμβος πάτησε το πόδι του στην Ισπανιόλα μέχρι την επανάσταση που επιχείρησε να κάνει πραγματικότητα τα προτάγματα του Διαφωτισμού όταν ακόμη η Ευρώπη ανάσαινε για να υπηρετεί γελοίους αφεντάδες, και ακόμα πιο πέρα, μέχρι σήμερα -την εποχή του ολέθριου μεταμοντέρνου σχετικισμού που ρουφάει το νόημα από τα πράγματα σαν δίνη αφήνοντας πίσω του μια βουερή σιωπή-, είναι μια συνεχής διαπάλη ανάμεσα σε αυτούς τους δύο αντίθετους πόλους. Επειδή είμαστε αθεράπευτα ρομαντικοί και ξεροκέφαλοι όπως και ο Χάντερ, θέλουμε να πιστεύουμε ότι αυτή η μάχη δεν κρίθηκε ποτέ. Ακόμα και τώρα που μιλάμε, ίσως οι δυνάμεις του φωτός συνεχίζουν να εργάζονται∙ οι άνθρωποι σηκώνουν το ανάστημά τους απέναντι στους άπληστους και τους πολεμοκάπηλους, φέτος στο Φέργκιουσον, πρόπερσι στην Ουόλ Στριτ, αύριο ίσως κάπου αλλού. Αντίπαλοί τους είναι οι αντίπαλοι του Χάντερ, από μία άποψη, τίποτε δεν έχει αλλάξει. Μεθυσμένοι πιτσιρικάδες σκύβουν ακόμα πάνω από τα πρωτόλεια γραπτά τους μέσα στη μεγάλη νύχτα, επειδή βρίσκουν στις λέξεις παρηγοριά και τις κάνουν το όπλο και το εργαλείο τους. Όπως έλεγε κι ο Χάντερ: «Περπάτα με το κεφάλι ψηλά, γίνε ό,τι καλύτερο μπορεί να γίνεις, μάθε αραβικά, αγάπα τη μουσική και μην ξεχνάς ποτέ ότι προέρχεσαι από μια μακριά αλυσίδα αναζητητών της αλήθειας, εραστών και πολεμιστών». Στους καιρούς της στείρας πολιτικής ορθότητας είναι δύσκολο να προσεγγίσεις έναν συγγραφέα σαν τον Τόμσον όχι ως μια περσόνα του λογοτεχνικού σταρ σύστεμ και έναν παλιάτσο των ταμπλόιντ, αλλά σαν μία εκλεπτυσμένη, εξαίσια φωνή της παράδοσης του αμερικανικού ιντιβιντουαλισμού στις καλύτερες στιγμές της. Όμως μπορείς να το κάνεις γιατί είναι πάντα επίκαιρος, καθώς η γραφή του αντλούσε από πηγές που δεν στερεύουν ποτέ: «Έχω κλέψει περισσότερα παραθέματα, σκέψεις και κομψές εξάρσεις του γραπτού λόγου από την Αποκάλυψη του Ιωάννη παρά από οτιδήποτε άλλο γραμμένο στην αγγλική γλώσσα – όχι γιατί είμαι μελετητής της Βίβλου, αλλά επειδή λατρεύω την άγρια δύναμη και την αγνότητα της τρέλας που διαπνέει το κείμενό της και το μεταμορφώνει σε μουσική».
Χάντερ, τρελέ μου, το γεγονός ότι πέρασες απ’ αυτόν τον κωλόκοσμο τον έκανε καλύτερο, το θαυμάσιο πνεύμα σου έκανε για λίγο πιο ανεκτή αυτή τη σκληρή περιπέτεια που λέγεται ζωή. Αυτή είναι η κληρονομιά που άφησες και σίγουρα θα γελούσες τώρα με όλα αυτά, αλλά δεν πειράζει, σε ευχαριστούμε και θα σε αγαπάμε πάντα γι’ αυτό και για όλα τα υπόλοιπα. Έστω κι αν σου άρεσε να λες ότι «μεγάλες», βαρύγδουπες λέξεις όπως η λέξη αγάπη μπορούν να χρησιμοποιηθούν μόνο από ηλίθιους ή από παπάδες.
Αγαπητές φίλες και αγαπητοί φίλοι, έχω τη γνώμη ότι η ζωή και το έργο του Χάντερ Στόκτον Τόμσον ήταν σαν μια βόλτα σε έναν άγνωστο, «περήφανο» όπως έλεγε ο ίδιος, αυτοκινητόδρομο μέσα στη νύχτα, με τα φώτα σβηστά. Επικίνδυνο, σίγουρα. Αλλά, πώς αλλιώς μπορείς να βλέπεις τ’ αστέρια;
Ομιλία στη βιβλιοθήκη Κοντόπουλου, Αγία Παρασκευή, Αθήνα, 30/4/2015
Πηγές:
Έργα του Hunter S. Thompson:
The Rum Diary (ελλ. έκδοση Μεθυσμένο Ημερολόγιο, Οξύ, Αθήνα 2005, 2011)
Hell’s Angels: The Strange and Terrible Saga of the Outlaw Motorcycle Gangs, Penguin Books, πρώτη έκδοση 1966, Random House
Fear and Loathing in Las Vegas, A Savage Journey to the heart of the American Dream (ελλ. έκδοση Φόβος και Παράνοια στο Λας Βέγκας, εκδ. Πατάκη 1998)
The Great Shark Hunt (Gonzo Papers, Vol. 1: The Great Shark Hunt: Strange Tales from a Strange Time) 1979
The Proud Highway: Saga of a Desperate Southern Gentleman, 1955-1967 (The Fear and Loathing Letters, Vol. 1) 1998
Kingdom of Fear: Loathsome Secrets of a Star-Crossed Child In the Final Days of the American Century (2003)
Peter O. Whitmer, When the Going Gets Weird,- The Twisted Life and Times of Hunter S. Thompson, εκδ. Hyperion, Νέα Υόρκη 1993 ‘
William McKeen, Outlaw Journalist – The Life and Times of Hunter S. Thompson, Aurum, Κρόιντον 2008
Sun Tzu, H τέχνη του πολέμου, Μετάφραση Έφη Καλλιφατίδη, Οξύ, Αθήνα 2008
Περιοδικό Rolling Stone, τεύχος 970, Μάρτιος 2005
Μαρτυρίες και αφηγήσεις των Jann Wenner, Douglas Brinkley, MIkal Gilmore, John Clancym William Kennedy, Ralph Steadman, Ed Bastian, William Greider, Johnny Depp, Mairilyn Manson κ.ά.